«Αυτός αναδείχθηκε ανώτερος από τον πάγκαλο Ιωσήφ στην σωφροσύνη, γι’ αυτό μπορεί να βοηθήση αποτελεσματικά όσους πολεμούνται από το πάθος της πορνείας».
ΤΟ ΑΚΑΘΑΡΤΟ πνεύμα, ο διάβολος, τυφλώνει τις καρδιές, οι οποίες είναι υποδουλωμένες στο θεομίσητο πάθος της πορνείας. Έτσι δεν μπορούν ποτέ να αντικρύσουν τον Κύριο, αφού μόνο οι καθαροί στην καρδιά θα αξιωθούν να Τον ιδούν, όπως ο Ίδιος διαβεβαίωσε. Στο πεδίο αυτό του πνευματικού πολέμου πολεμήθηκε άγρια από τον ακάθαρτο εχθρό ο Όσιος πατέρας μας Μωυσής, ο οποίος τελικά τον ενίκησε θριαμβευτικά και μας άφησε τον εαυτό του σαν ζωντανό παράδειγμα θριάμβου της σωφροσύνης και της αγνείας.
***
Ο Όσιος Μωυσής ήταν Ούγγρος στο γένος (κατ’ ακρίβειαν Καρπαθορώσος) και πολύ αγαπητός στον Πρίγκιπα της Ρωσίας Άγιο Μάρτυρα Μπόρις, στην υπηρεσία του οποίου βρισκόταν μαζί με τον αδελφό του Γεώργιο. Όταν ο Άγιος Μπόρις δολοφονήθηκε από τον άνομο Σβιατοπόλκ στον ποταμό Άλτα, μαζί με όλους τους αξιωματούχους του (24.7.1015), ο μακάριος Μωυσής ήταν ο μόνος που σώθηκε· κατέφυγε στην φιλόθεη Πρεντισλάβα, την αδελφή του Γιαροσλάβου, η οποία τον έκρυψε από τον Σβιατοπόλκ. Μη μπορώντας να καταφύγη σε άλλο μέρος, παρέμεινε ο γενναίος εκεί, προσευχόμενος αδιάλειπτα στον Θεό. Στο μεταξύ, ο ευλαβέστατος Πρίγκιπας Γιαροσλάβος, αγανακτισμένος για τον άδικο θάνατο του πολυαγαπημένου του αδελφού Μπόρις, επέδραμε εναντίον του Σβιατοπόλκ και τον ενίκησε. Ο τύραννος τότε κατέφυγε στην Λεχία (Πολωνία), συμμάχησε με τον βασιλιά της χώρας Μπολιεσλάβο και κίνησε με πολύ στρατό εναντίον του Κιέβου. Ο Γιαροσλάβος νικήθηκε και ο Σβιατοπόλκ ανέβηκε στον θρόνο της Μεγάλης Ηγεμονίας. Μετά την νίκη του Σβιατοπόλκ, ο σύμμαχός του βασιλιάς Μπολιεσλάβος επέστρεψε στην χώρα του, παίρνοντας μαζί του για σκλάβους πολλούς αιχμαλώτους. Ανάμεσα σε αυτούς — αλλοίμονο! — ήταν οι δύο αδελφές του Γιαροσλάβου, οι βογιάροι του και ο μακάριος Μωυσής, δεμένος χειροπόδαρα με βαρειές αλυσίδες.
Στην ΛΕΧΙΑ, ο Όσιος έμεινε στα δεσμά πέντε χρόνια, υπομένοντας καρτερικά την αιχμαλωσία του με προσευχή και δοξολογία του Θεού. Τότε, κάποια νέα και ωραία γυναίκα, από τις αρχόντισσες της χώρας, με μεγάλη περιουσία και πολλή δύναμη, είδε τον ρωμαλέο και πανέμορφο Μωυσή και σαγηνεύτηκε από την ομορφιά του. Λειώνοντας από σαρκικό πόθο, πλησιάζει και του λέει δελεαστικά:
— Αχ, άνθρωπέ μου! Άδικα υπομένεις τέτοια βάσανα. Φαίνεσαι ικανός και μυαλωμένος. Γιατί λοιπόν να μην ελευθερωθής από τα δεσμά και τις θλίψεις;
Ο Μωυσής της απάντησε ήρεμα:
— Γιατί έτσι θέλησε ο Κύριος.
Η γυναίκα επέμεινε:
— Αν υποταχθής σε μένα, θα σε ελευθερώσω και θα σε κάνω αφέντη ιδικό μου και άρχοντα σε ολόκληρη την Λεχία.
O μακάριος κατάλαβε τους άσεμνους σκοπούς της και της αποκρίθηκε:
— Ποιος άνθρωπος, που άκουσε γυναίκα και της παρέδωσε τον εαυτό του, έκανε καλά; O πρωτόπλαστος Αδάμ υπάκουσε στην Εύα και διώχθηκε από τον Παράδεισο. O Σαμψών, ο δυνατώτερος όλων των ανθρώπων και νικητής των αλλοφύλων, στο τέλος παραδόθηκε από μία γυναίκα στα χέρια των εχθρών. O Σολομών, που έφτασε στα ύψη της θείας σοφίας, ασέβησε ενώπιον του Θεού, επειδή παραδόθηκε στις γυναίκες. Και ο Ηρώδης, που στεφανώθηκε με πολλές νίκες, στο τέλος έγινε δούλος μιας γυναίκας και έκοψε για χάρη της την αγία κεφαλή του Προδρόμου Ιωάννου. Πώς λοιπόν εγώ, όντας ελεύθερος, θα δουλώσω τον εαυτό μου σε μία γυναίκα, την οποία δεν γνωρίζω ούτε την έχω ξαναδεί;
— Μα θα σ’ ελευθερώσω!... φώναξε με πάθος η γυναίκα. Θα σε κάνω πλούσιο και ένδοξο και κυβερνήτη του σπιτιού μου. Θα σε πάρω για άνδρα μου. Μόνο κάνε μου το θέλημα! Σβήσε την φλόγα της ψυχής μου! Άφησε με να απολαύσω τα κάλλη σου! Δεν αντέχω στην σκέψη πως η δύναμη και η ομορφιά σου θα πάνε χαμένες. Αν δεχθής την πρότασή μου, εγώ θα εκπληρώσω τον πόθο μου και συ θα γίνης ο αφέντης μου, ο κύριος της περιουσίας και της εξουσίας μου, ο αρχηγός των βογιάρων. Τι λες λοιπόν;
— Γνώριζε μια για πάντα,... αποκρίθηκε σταθερά ο θαυμάσιος Μωυσής, πως ούτε το θέλημά σου θα κάνω ούτε τα πλούτη και την εξουσία σου ζηλεύω. Η καθαρότητα της καρδιάς και η σωφροσύνη του σώματος είναι ανώτερα απ’ όλα αυτά. Δεν είμαι ένοχος για ό,τι υποφέρω, για τις αλυσίδες και τα βάσανα. Γι’ αυτό ελπίζω ότι αυτά θα με λυτρώσουν από τα αιώνια βάσανα.
Όταν η γυναίκα είδε πως κινδύνευε να στερηθή τέτοια ομορφιά ψυχής και σώματος, άρπαξε μιαν άλλη συμβουλή του διαβόλου. «Αν τον εξαγοράσω από τα δεσμά», σκέφτηκε, «θα είναι υποχρεωμένος να μου υποτάσσεται και χωρίς την θέλησή του». Έστειλε λοιπόν έναν έμπιστό της άνθρωπο στον επιτηρητή των αιχμαλώτων και ζήτησε να της πουλήση τον Μωυσή όσο ήθελε. Εκείνος κατάλαβε πως ήταν μεγάλη ευκαιρία να γίνη πλούσιος. Και τον επούλησε για τρείς χιλιάδες χρυσά νομίσματα! Όταν η γυναίκα τον απέκτησε, διέταξε να τον φέρουν ενώπιόν της, να του βγάλουν τα δεσμά και τα κουρέλια και να τον ενδύσουν με πολυτελή ενδύματα. Ύστερα, διέταξε να φέρουν ηδονικά φαγητά και εξανάγκαζε με κάθε τρόπο τον μακάριο να τα γευθή, βιάζοντάς τον συνάμα να ενδώση στην ακόλαστη επιθυμία της. O δίκαιος όμως, όπως ο πάγκαλος Ιωσήφ, εγύμνωσε τον εαυτό του από όλα εκείνα τα πλούσια φορέματα και έφευγε την αμαρτία, λογιάζοντας σαν ένα τίποτα τον κόσμο όλο και τις ηδονές του. Ξέφευγε από την γυναίκα και κρυβόταν, υποβάλλοντας τον εαυτό του σε αγώνες, νηστείες, προσευχές και αγρυπνίες. Προτιμούσε να τρώη για τον Θεό ξερό ψωμί και νερό με σωφροσύνη, παρά πλούσια φαγητά και ποτά με μολυσμό ψυχής. Αυτή η ανδρεία αντίσταση του μακαρίου εκίνησε την οργή της γυναίκας, η οποία διέταξε να τον αφήσουν να πεθάνη της πείνας. O Θεός όμως δεν εγκαταλείπει τους δούλους του, οι οποίοι στηρίζουν την ελπίδα τους σε Αυτόν. Ένας δούλος της πονηρής εκείνης γυναίκας σπλαχνίστηκε τον αξιομακάριστο Μωυσή και τον έτρεφε κρυφά. Στο μεταξύ, οι σύνδουλοι του Όσιου προσπαθούσαν να τον πείσουν να υποκύψη:
— Αδελφέ Μωυσή, του έλεγαν, τι σ’ εμποδίζει να νυμφευθής; Είσαι ακόμη νέος. Και η γυναίκα αυτή είναι χήρα, που έζησε ένα χρόνο μόνο μαζί με τον άνδρα της. Η ομορφιά της είναι σπάνια, ο πλούτος της ανεκτίμητος, η δύναμή της μεγάλη. Αλήθεια, αν ήθελε να πάρη έναν από τους πρίγκιπες, ποιος θα την απέφευγε; Και συ, που είσαι αιχμάλωτος και δούλος της γυναίκας αυτής, δεν θέλεις να γίνης κύριός της; Λες ότι δεν μπορείς να παραβής τις εντολές του Χριστού. Αλλά, τι παραγγέλλει ο Κύριος στο Ευαγγέλιο; «Ένεκεν τούτου καταλείψει άνθρωπος τον πατέρα αυτού και την μητέρα και κολληθήσεται τη γυναικί αυτού, και έσονται οι δύο εις σάρκα μίαν»! Και ο Απόστολος δεν λέει «κρείσσον γαμήσαι ή πυρούσθαι»; Και επιτρέπει στις χήρες να συνάπτουν δεύτερο γάμο. Αφού δεν είσαι καλόγερος, αλλά ελεύθερος από μοναχικές υποσχέσεις, γιατί παραδίδεις τον εαυτό σου σε πικρά βάσανα; Για ποιο λόγο αποφεύγεις τον γάμο; αν πεθάνης στην κατάσταση αυτή, ποιος θα σ’ επαινέση; Ποιος άνθρωπος, από τον Αδάμ μέχρι σήμερα, καταφρόνησε την γυναίκα, εκτός από τους Μοναχούς; Τι έκαναν ο Αβραάμ, ο Ισαάκ, ο Ιακώβ; Αλλά και αυτός ο πάγκαλος Ιωσήφ, αφού πρώτα ενίκησε τον πειρασμό, τι έκανε ύστερα; Πήρε γυναίκα! Κι εσύ, αν γλυτώσης την ζωή σου, κάποιαν άλλη θα πάρης. Και ποιος τότε δεν θα σε περιγελάση για την ανοησία σου να περιφρονήσης μία τόσο αξιοζήλευτη ευκαιρία; Δεν είναι προτιμότερο για σένα, να παραδώσης τον εαυτό σου στην αρχόντισσα αυτή, να ελευθερωθής από την δουλεία και να γίνης άρχοντας;
Αλλά ο ευλογημένος Μωυσής αποκρίθηκε:
— Αδελφοί και φίλοι μου καλοί, εσείς καλά τα λέτε. Αλλά νομίζω ότι οι ψιθυρισμοί του πονηρού φιδιού προς την Εύα δεν ήταν χειρότεροι από τους ιδικούς σας λόγους. Με πιέζετε να παραδοθώ στην γυναίκα αυτή, αλλά δεν πρόκειται με κανένα τρόπο να σας ακούσω. Αν πεθάνω στα δεσμά αυτά και τα πικρά βάσανα, ελπίζω με μεγαλύτερη βεβαιότητα να βρω έλεος από τον Θεό. Αν έχουν έτσι τα πράγματα, ώστε όλοι οι δίκαιοι να σώζωνται δια του γάμου, μάθετε ότι εγώ δεν είμαι δίκαιος. Είμαι αμαρτωλός και γι’ αυτό δεν μπορώ να σωθώ μαζί με γυναίκα. Αν ο Ιωσήφ παραδινόταν στην γυναίκα του Πετεφρή, δεν θα γινόταν κατόπιν βασιλιάς. Ο Θεός είδε την υπομονή του και του εχάρισε την βασιλεία. Έτσι λοιπόν δοξάζεται σε όλους τους αιώνες για την σωφροσύνη του, μολονότι άφησε παιδιά πίσω του. Eγώ όμως, ούτε την βασιλεία της Αιγύπτου θέλω, ούτε εξουσία κοσμική επιζητώ, ούτε στην χώρα της Λεχίας επιθυμώ να ζήσω, ούτε να τιμηθώ σε ολόκληρη την ρωσική γη επιδιώκω. Όλα αυτά τα περιφρονώ για την Βασιλεία των Ουρανών. Και αν ξεφύγω ζωντανός από τα χέρια αυτής της γυναίκας, θα γίνω Μοναχός. Γιατί ο Κύριος είπε στο Ευαγγέλιο: «Πας ος άφηκεν οικίας ή αδελφούς ή αδελφάς ή πατέρα ή μητέρα ή γυναίκα ή τέκνα ή αγρούς ένεκεν του όνόματός μου, εκατονταπλασίονα λήψεται και ζωήν αιώνιον κληρονομήσει». Τον Χριστό λοιπόν να ακούσω ή εσάς; Και ο Απόστολος λέει βέβαια, ότι «κρείσσόν εστι γαμήσαι ή πυρούσθαι», αλλά πριν από αυτό τι υπογραμμίζει; «Λέγω δε τοις αγάμοις και ταις χήραις, καλόν αυτοίς εστίν εάν μείνωσιν ως καγώ. Ει δε ουκ εγκρατεύονται, γαμησάτωσαν». Και παρακάτω: «Ο άγαμος μεριμνά τα του Κυρίου, πώς αρέσει τω Κυρίω• ο δε γαμήσας μεριμνά τα του κόσμου, πώς αρέσει τη γυναικί». Ποιον λοιπόν ν’ ακούσω, εσάς ή τον Απόστολο; Και ποιον είναι καλύτερα να υπηρετή κανείς, τον Χριστό ή την γυναίκα; Ο Απόστολος πάλι λέει: «Οι δούλοι υπακούετε τοις κυρίοις υμών εις το αγαθόν». Λοιπόν, μάθετε πως η ομορφιά της γυναίκας δεν με δελεάζει καθόλου. Ούτε μπορεί αυτή να με αποπλάνηση μακριά από το Νυμφίο της ψυχής μου.
***
ΌΤΑΝ η αρχόντισσα πληροφορήθηκε όλα αυτά, έβαλε σε εφαρμογή ένα νέο πανούργο σχέδιο. Διέταξε να ανεβάσουν το μακάριο Μωυσή σε ένα καταστόλιστο άλογο και να τον περιφέρουν με την συνοδεία πολλών δούλων στα χωριά και στις πόλεις που εξουσίαζε. Εκείνη ίππευε δίπλα του σε ένα άλλο άλογο. Αφού του έδειξε την επικράτειά της, του είπε:
— Όλη αυτή η χώρα είναι ιδική σου. Όλος αυτός ο λαός είναι ιδικός σου. Κάνε τους ό,τι θέλεις.
Έπειτα στράφηκε στον λαό και εφώναξε:
— Να, ο κύριός σας και σύζυγός μου! Όλοι σας να τον σέβεσθε και να τον προσκυνάτε!
Ο Άγιος όμως εγέλασε με τον παραλογισμό της παθιασμένης γυναίκας και της είπε:
— Μάταια κοπιάζεις. Δεν μπορείς να με δελεάσης με φθαρτά πράγματα του κόσμου τούτου, ούτε να συλήσης τον άφθαρτο πνευματικό μου πλούτο.
Παρ’ το λοιπόν απόφαση και μην πασχίζης άδικα να με κερδίσης.
Η γυναίκα έγινε έξαλλη.
— Ξέχασες ότι σε έχω αγοράσει;... ούρλιαξε σαν αγριεμένη λύκαινα. Ποιος μπορεί να σε γλυτώση από τα χέρια μου; Δεν θα μου ξεφύγης ζωντανός! Θα σε βασανίσω ανελέητα και έπειτα θα σε θανατώσω!
— Δεν φοβάμαι τις απειλές σου..., αποκρίθηκε άφοβα ο γενναίος. Και αν θέλη ο Θεός, δεν θα αργήσω να γίνω Μοναχός.
Η πρόρρηση του Oσίου σύντομα εκπληρώθηκε με τρόπο θαυμαστό, τον οποίο παραχώρησε η ανεξερεύνητη βουλή του πανάγαθου Θεού. Συνέβη δηλαδή να περάση τότε από εκεί ένας Ιερομόναχος από το Άγιον Όρος. Συνάντησε με του Θεού την ευδοκία τον μακάριο Μωυσή, πληροφορήθηκε τα παθήματα και τον πόθο του και τον ενέδυσε το Αγγελικό Σχήμα. Αφού τον εσυμβούλευσε να διατηρήση με κάθε θυσία την καθαρότητα του σώματος και της ψυχής και να μην παραδώση τον εαυτό του στον εχθρό, του ευχήθηκε να λυτρωθή από κείνη την άσελγη γυναίκα και αναχώρησε. Αυτός ο Αγιορείτης Ιερομόναχος αναζητήθηκε μετά παντού, αλλά δεν βρέθηκε ποτέ πουθενά. Η γυναίκα πάλι, όταν έχασε τις ελπίδες της, παρέδωσε το δούλο του Θεού στους βασανιστές. Τον τέντωσαν σε ένα πάγκο και τον έδειραν αλύπητα με σιδερένια ραβδιά, μέχρι που η γη βάφτηκε κόκκινη από το αίμα του. Eνώ τον εκτυπούσαν, του έλεγαν:
— Υποτάξου στην κυρία σου και κάνε το θέλημά της. Αν δεν υποκύψης, θα κόψουμε το σώμα σου σε κομμάτια. Δεν έχεις σωτηρία. Θα παραδώσης πικρά την ψυχή σου μετά από πολλά μαρτύρια. Λυπήσου λοιπόν τα νιάτα σου. Βγάλε αυτό το ξεσχισμένο ράκος, φόρεσε στολή πολύτιμη και θα γλυτώσης από τα βασανιστήρια, τα οποία σου ετοιμάζουμε. Αλλά ο μακάριος τους αποκρίθηκε με γενναιότητα:
— Αδελφοί, κάντε ό,τι σας διέταξαν και μην καθυστερήτε. Ποτέ δεν πρόκειται να αρνηθώ τις μοναχικές μου υποσχέσεις και την αγάπη του Θεού. Ούτε πόνοι, ούτε φωτιά, ούτε πληγές μπορούν να με χωρίσουν από τον Κύριό μου και το μεγάλο Αγγελικό Σχήμα. Αυτή η σκοτισμένη γυναίκα επιδεικνύει ασύστολα την αδιαντροπιά της. Ούτε τον Θεό φοβάται ούτε τους ανθρώπους εντρέπεται, βιάζοντάς με αναιδέστατα σε διαφθορά και πορνεία. Αλλά δεν πρόκειται να κάνω το άθλιο θέλημά της.
Λύσσαξε η αρχόντισσα με την αντίσταση του γενναίου αθλητού του Χριστού. Είχαν περάσει ήδη έξι χρόνια που της αντιστεκόταν αυτός ο δούλος, και θέλησε να εκδικηθή την προσβολή που της έκανε. Έστειλε λοιπόν ανθρώπους με γράμματα στον βασιλιά Μπολιεσλάβο. «Γνωρίζεις καλά, βασιλιά μου», του έγραφε, «ότι ο άνδρας μου σκοτώθηκε στο πεδίο της μάχης, πολεμώντας γενναία στο πλευρό σου. Εσύ μετά μου έδωσες την ελευθερία να διαλέξω όποιον θέλω για σύζυγό μου. Eρωτεύθηκα ένα πανέμορφο νέο από τους αιχμαλώτους σου, τον ελευθέρωσα, τον έφερα στο παλάτι μου, του χάρισα όλη την περιουσία μου, τον έκανα εξουσιαστή της γης μου, του λαού μου και του εαυτού μου. Όμως αυτός όλα τούτα τα περιφρόνησε. Πολλές φορές τον εβασάνισα με πείνα και πληγές, αλλά δεν επέτυχα να τον κάνω σύζυγό μου. Έκλεισαν έξι χρόνια που τον ταλαιπωρώ και με ταλαιπωρεί. Αλλ’ αυτός ο σκληρόκαρδος υπομένει όλα τα μαρτύρια και δεν ταπεινώνεται. Τώρα μάλιστα έγινε κρυφά Μοναχός από κάποιον άγνωστο καλόγερο. Λοιπόν, τι διατάζεις να του κάνω;».
Ο Μπολιεσλάβος διέταξε να παρουσιασθούν και οι δύο ενώπιόν του. Όταν ήλθαν, άρχισε να προτρέπη επίμονα τον Μωυσή να υποκύψη στις αξιώσεις της κυρίας του. Στο τέλος του είπε:
— Ποιος είναι τόσο αναίσθητος όσο εσύ, που αποστερείς τον εαυτό σου από τόσα αγαθά και προτιμάς τόσα πικρά βάσανα; Λοιπόν, γνώριζε ότι στα χέριά σου κρατάς την ζωή και τον θάνατό σου. Ή κάνεις το θέλημα της κυρίας σου
και κερδίζεις τιμές και δόξες, ή βρίσκεις θάνατο φρικτό. Έπειτα ο βασιλιάς στράφηκε στην γυναίκα:
— Δεν είναι δυνατό, της είπε αυστηρά, ο αιχμάλωτος που αγόρασες να κάνη του κεφαλιού του. Είσαι κυρία του και είναι δούλος σου. Αν λοιπόν δεν υποκύψη δώσ’ του ένα καλό μάθημα, ώστε να παραδειγματιστούν και οι άλλοι αιχμάλωτοι και να μην τολμούν να παρακούνε τους κυρίους τους.
Ο ευλογημένος Μωυσής είπε τότε στο βασιλιά:
— Ο Κύριός μου λέει: «Τι ωφελήσει άνθρωπον εάν κερδίση τον κόσμον όλον και ζημιωθή την ψυχήν αυτού;». Πώς λοιπόν μου υπόσχεσαι δόξες και τιμές, όταν εσύ ο ίδιος σε λίγο θα πεθάνης και η γυναίκα αυτή θα σκοτωθή;
Η πρόρρηση του θεοφώτιστου Μωυσέως δεν άργησε να πραγματοποιηθή. Προηγουμένως όμως, ο Όσιος υπέφερε και αλλά μαρτύρια από την πονηρή γυναίκα. Έχοντας τώρα και την έγκριση του βασιλιά, φορτικά και ασύστολα τον προκαλούσε στην αμαρτία.
— Χαμένοι οι κόποι σου..., της απαντούσε ο μακάριος. Μη με νομίζης ανόητο ή ανίκανο να κάνω αυτή την πράξη. Σε αποστρέφομαι όμως σαν αναίσχυντη και αθεόφοβη.
Τότε εκείνη, απελπισμένη πια, πρόσταξε να του δίνουν εκατό ραβδισμούς κάθε ημέρα και μετά να τον ακρωτηριάσουν. Σε λίγες μέρες ο πολύπαθος Μωυσής ήταν πεσμένος κάτω, μέσα σε μία λίμνη αίματος, αναίσθητος, σαν νεκρός. Λίγη πνοή ζωής του έμενε ακόμη.
***
ΣΤΟ μεταξύ, ο βασιλιάς Μπολιεσλάβος, θέλοντας να ικανοποιήση την πικραμένη για την αποτυχία της αρχόντισσα, εσήκωσε διωγμό εναντίον των Μοναχών της Λεχίας και τους έδιωξε όλους από την επικράτειά του. Αλλά ο Κύριος τον αντάμειψε γρήγορα για την ανόσια πράξη του. O βασιλιάς απέθανε ξαφνικά μία νύκτα. Και αμέσως ξέσπασε επανάσταση σε ολόκληρη την χώρα. O λαός εσκότωσε τους βογιάρους και μαζί τους την βάναυση γυναίκα, η οποία εβασάνιζε τον δούλο του Θεού. Μετά τον θάνατο της κυρίας του, ο πάγκαλος Μωυσής ελευθερώθηκε και με κλονισμένη την υγεία του ξεκίνησε για να αφιερωθή στον Κύριο. Ήλθε με κόπους και πόνους στην Μονή των Σπηλαίων του Κιέβου, βαστάζοντας στο σώμα του τις πληγές του μαρτυρίου και στην κεφαλή το στεφάνι της νίκης, σαν γενναίος στρατιώτης του Χριστού. Ο Κύριος, μετά από όλα αυτά, έδωσε στον πνευματέμφορο Μωυσή το χάρισμα κατά των σαρκικών παθών. Κάποιος αδελφός των Σπηλαίων αντιμετώπιζε σκληρό πόλεμο από τον δαίμονα της πορνείας.
Ήλθε στον Άγιο, τον παρακάλεσε να τον βοηθήση και του είπε:
— Ό,τι μου πης θα το κρατήσω ως τον θάνατό μου.
— Όσο ζης, να μην συνομιλήσης ποτέ με γυναίκα..., είπε ο Όσιος.
Έπειτα σήκωσε το ραβδί του - περπατούσε πάντοτε με ραβδί, γιατί δεν μπορούσε να σταθή μόνος του από τις πληγές - και εκτύπησε με αυτό τον αδελφό στο στήθος. Αμέσως ο πόλεμος του αδελφού σταμάτησε και από τότε ποτέ δεν πειράχθηκε από σαρκική επιθυμία.
Ο θεσπέσιος Μωυσής έφτασε με την χάρη του Θεού στα τέλη της ζωής του, αφού με τα παθήματα και τις ασκήσεις του αξιώθηκε να γίνη θεόπτης, όπως ο αρχαίος Μωυσής, και να λάμψη με την αρετή και τα θαύματά του σε όλη την ρωσική γη. Ήταν 26 Ιουνίου του έτους 1043 (περ.), όταν αναπαύτηκε από τους κόπους και τις πληγές του. Ο Θεός τον εδόξασε για την υπομονή του, χαρίζοντας στο τίμιο Λείψανό του την θαυματουργική δύναμη κατά των σαρκικών παθών.
ΣΤΟΝ ΒΙΟ του Oσίου Ιωάννου του Πολυάθλου της Λαύρας των Σπηλαίων του Κιέβου (18η Ιουλίου), αναφέρεται ότι, προκειμένου ο Όσιος να ενισχύση έναν Μοναχό, ο οποίος υπέφερε από τον πόλεμο της πορνείας, διηγήθηκε εις αυτόν, ότι και ο ίδιος είχε πολεμηθή αγρίως από το δαιμόνιο της πορνείας επί τρία χρόνια και όταν έφθασε σε ένα πολύ κρίσιμο σημείο κατά την νύκτα της Αναστάσεως, εβόησε προς Κύριον: «— Θεέ και Κύριε, σώσε με! Γιατί με εγκατέλειψες; Σπλαχνίσου με, Δέσποτα, ο μόνος φιλάνθρωπος. Σώσέ με, τον αμαρτωλό, ο μόνος αναμάρτητος. Απάλλαξε με από την ακαθαρσία μου, για να μην πιαστώ στα δίχτυα του πονηρού για πάντα. Γλύτωσε με από τον εχθρό που θέλει να με καταπιή. Έλα να με σώσης με την δύναμή Σου. Ρίξε αστραπή και κάψε τον, για να εξαφανισθή από το πρόσωπο της γης!...
Πράγματι, την ίδια στιγμή άστραψε ένα Φώς ουράνιο. Αμέσως το φοβερό θηρίο εξαφανίστηκε με την χάρη του Θεού.
Άκουσα τότε μία φωνή να μου λέη:
— Ιωάννη! Ιωάννη! Σε εβοήθησα, όπως Μου εζήτησες. Πρόσεχε τώρα την ψυχή σου, για να μην πάθης χειρότερα στον μέλλοντα αιώνα!
— Κύριε,... ερώτησα με παράπονο, γιατί με άφησες τόσο πολύ να βασανισθώ;
— Σε εδοκίμασα κατά την δύναμη της υπομονής σου. Περνώντας έτσι μέσα από το καμίνι των πειρασμών, θα παρουσιασθής ενώπιόν Μου καθαρός σαν το χρυσάφι. Ποτέ δεν επιτρέπω να δοκιμασθή ο άνθρωπος πάνω από τις δυνάμεις του, για να μην εμπαιχθή και νικηθή από τον "αρχέκακο πονηρό όφι’’. Eσύ, όμως, για να απαλλαχθής από τον σαρκικό πόλεμο, προσευχήσου στον Όσιο Μωυσή τον Ούγγρο. Αυτός αναδείχθηκε ανώτερος από τον πάγκαλο Ιωσήφ στην σωφροσύνη, γι’ αυτό μπορεί να βοηθήση αποτελεσματικά όσους πολεμούνται από το πάθος της πορνείας.
Eγώ τότε "εκέκραξα προς Κύριον’’:
— Κύριε, δι’ ευχών του Oσίου Μωυσέως, ελέησόν με!
Και να! Αμέσως, με έλουσε ένα υπέροχο, γλυκύτατο Φώς, που μέχρι τώρα παραμένει και φωτίζει την σπηλιά μου τόσο, ώστε δεν μου χρειάζονται κεριά. Και όσοι έρχονται εδώ με πίστη, απλότητα και καθαρή καρδιά, βλέπουν το θείο αυτό Φως, το οποίο με καταύγασε και με απάλλαξε από τα βέλη του πονηρού την νύκτα εκείνη της Αναστάσεως».
Τελειώνοντας την διήγησή του ο Πολύαθλος Ιωάννης, εστράφηκε στον Μοναχό που είχε τον πόλεμο της πορνείας και του είπε:
— Αδελφέ, εμείς οι ίδιοι καρφώνουμε τον νου μας στην λατρεία της σάρκας, γι’ αυτό ταλαιπωρούμαστε. Και ο Κύριος με την δίκαιη κρίση του αφήνει να πολεμηθούμε, γιατί δεν έχουμε καρπούς μετανοίας. Τέλος πάντων, ζήτησε και εσύ τις ευχές του μακαρίου Μωυσέως του Ούγγρου και ίσως να σε λυπηθή ο Θεός. Αφού προσευχήθηκε μαζί με το Μοναχό ο ευλογημένος Ιωάννης, πήρε ένα τεμάχιο από τα τίμια λείψανα του Oσίου Μωυσέως και είπε:
— Ακούμπησέ το στο σώμα σου.
O αδελφός έκανε όπως του είπε. Και αυτοστιγμεί ένοιωσε να υποχωρή η πύρωση και να νεκρώνεται το πάθος της ακολασίας, το οποίο δεν τον ενόχλησε ποτέ πια. Έτσι, αποδείχθηκε, ότι πράγματι ο Θεός έδωσε το χάρισμα στο ιερό Λείψανο του Oσίου Μωυσέως κατά των σαρκικών παθών.
(Πατερικόν των Σπηλαίων του Κιέβου, Ωρωπός Αττικής 1990, σελ. 178-186 και 187-191)
α) Οι υβρισταί της Παλαιάς Διαθήκης κατηγορούν τον Αβραάμ ότι σε περίοδο πείνας στην περιοχή της Παλαιστίνης φεύγει και πηγαίνει στην Αίγυπτο. Προκειμένου δε να γλυτώση τη ζωή του και να πάρει ως αντάλλαγμα κάποια πρόβατα, μοσχάρια, όνους και δούλους, λέγει ψέματα στους Αιγυπτίους ότι η ωραιότατη Σάρρα δεν είναι σύζυγος, αλλά αδελφή του. Συμβουλεύει δε και αυτήν να ειπή ψέματα (βλ. Γεν. ιβ'[12] 10-19).
H σχετική αυτή διήγηση της Γενέσεως φέρει έντονα τα χαρακτηριστικά μιας εποχής στην οποία δεν δεσπόζει η ηθική του Ευαγγελίου της Καινής Διαθήκης· μιας εποχής στην οποία η συνείδηση των ανθρώπων δεν απέρριπτε πάντοτε το ψέμα και η ζωή του συζύγου ήταν περισσότερο πολύτιμη από την τιμή της συζύγου. Επομένως την όλη διαγωγή του Αβραάμ δεν πρέπει να την κρίνουμε με τον χριστιανικό νόμο της Καινής Διαθήκης και τα μέτρα των σημερινών καιρών.
Όταν ο Αβραάμ ολιγοπίστησε, έχασε και το θάρρος του. Γι' αυτό φοβάται για τον εαυτό του και για την σύζυγό του. Η συμβουλή όμως του Αβραάμ προς τη Σάρρα είχε στοιχείον αλήθειας. Η Σάρρα ήταν αδελφή του «εκ πατρός», ανεψιά ή ετεροθαλής αδελφή του (πρβλ. Γεν. κ' [20] 12). Διότι οι λέξεις «αδελφός» / «αδελφή» έχουν ευρύτερη έννοια στην Αγία Γραφή και σημαίνουν τον εξάδελφο / εξαδέλφη, και τον ανεψιό / ανεψιά, (βλ. Γεν. ιγ' [13] 8. Ματθ. ιγ' [13] 53-56. Ιω. ζ' 3). Η Σάρρα κατά τους Εβραίους ταυτίζεται προς την Ιεσχά, που ήταν κόρη του Αρράν (αδελφού του Αβραάμ) και αδελφή του Λωτ και της Μελχά (Γεν. ια' [11] 29). Ο Λωτ άλλοτε ονομάζεται «αδελφός» (Γεν. ιγ' [13] 8) και άλλοτε «αδελφιδούς» (Γεν. ιδ' [14] 16) του Αβραάμ, δηλαδή ανεψιός του. Κατ’ άλλους η Σάρρα δεν πρέπει να ταυτισθεί με την Ιεσχά. Διότι η Σάρρα ήταν ετεροθαλής αδελφή του Αβραάμ, θυγατέρα του Θάρα, από άλλη όμως σύζυγο (βλ. Γεν. κ' [20] 12). Γάμοι μεταξύ στενών συγγενών επετρέποντο τότε για λόγους θρησκευτικούς (βλ. Γεν. κδ' [24] 3-4. κη' [28] 1-2), όχι όμως μεταξύ αδελφών από πατέρα. Εν πάση περιπτώσει η Σάρρα ήταν στενότατη συγγενής του Αβραάμ.
Όμως το αληθινό αυτό στοιχείο είχε συμφωνηθεί ως ψέμα, για να αποπλανήσει τον Φαραώ. Κατά συνέπειαν η διαγωγή του Αβραάμ δεν ήταν συνεπής προς την ιδιότητά του ως δούλου του Θεού. Ο Αβραάμ έδιδε εν προκειμένω περισσότερη εμπιστοσύνη στην ανθρώπινη ευφυΐα, παρά στον Θεόν. Έτσι αμάρτησε και ο ίδιος, έβαλε δε σε πειρασμό και την γυναίκα του.
Αλλ’ ενώ ο Αβραάμ γλύτωσε τη ζωή του και πλούτισε με τα άφθονα δώρα που του προσέφερε ο Φαραώ, εστερήθη την αγαπημένη του Σάρρα, κυρίως όμως εστερήθη την παρουσία του Θεού. Ήταν προτιμότερο να μείνει πτωχός με τον Θεόν, παρά πλούσιος χωρίς τον Θεόν και την σύζυγό του.
Ο Θεός όμως ετιμώρησε και τους άρχοντες του Φαραώ, διότι έπαιξαν κακό ρόλο στην υπόθεσι αυτή· έπαιξαν, όπως γράφει ο ιερός Χρυσόστομος, «τον ρόλο των προαγωγών για την γυναίκα του δικαίου για λογαριασμό του βασιλέως», του Φαραώ. Ο Θεός επενέβη προστατευτικώς και υπέρ του Αβραάμ κατά την κρίσιμη στιγμή. Διότι επροστάτευσε την Σάρρα, επειδή επαίδευσε τον Φαραώ και δεν του επέτρεψε να την καταστήσει γυναίκα του. Έτσι ο Φαραώ επέστρεψε την Σάρρα στον Αβραάμ και μάλιστα τον εβίασε να φύγη το συντομώτερο από την Αίγυπτο, προπέμποντάς τον με πολλά δώρα. Βεβαίως η επιτίμηση του Φαραώ προς τον δίκαιον ήταν ταπεινωτική. Αλλά στο στόμα του βασιλιά την είχε υποβάλει ο Θεός. Εάν ο αγαθός Θεός δεν επενέβαινε με τον τρόπο αυτό, ίσως ο Αβραάμ να έπεφτε στον πειρασμό να μείνει στην Αίγυπτο και να λησμονήσει την επαγγελία του Θεού. Συχνά ο Θεός ελέγχει τους δικούς του και τους υπενθυμίζει δια στόματος των εχθρών του ότι ο κόσμος αυτός δεν είναι η μόνιμη κατοικία τους.
β) Παρόμοια διαγωγή έδειξε μετά από 20 έτη ο Αβραάμ στην πρωτεύουσα των Φιλισταίων Γέραρα. Ο Πατριάρχης είπε για τον ίδιο λόγο στον Αβιμέλεχ, βασιλιά των Γεράρων, ότι η Σάρρα είναι αδελφή και όχι σύζυγός του (βλ. Γεν. κεφ. κ’ (20]). Αλλ’ ο αγαθός Θεός και πάλι δεν εγκατέλειψε τον Αβραάμ. Έκαμε αισθητή την παρουσία του στον Αβιμέλεχ κατά την νύκτα στον ύπνο του. Επειδή δε ήθελε να τον προφυλάξη από την παρανομία, του εγνώρισε όσα του απέκρυψεν ο Αβραάμ και τον απείλησε με θάνατο στην περίπτωσι που θα επείραζε την Σάρρα. Έτσι δεν εβεβηλώθη το σπέρμα της θείας επαγγελίας, το οποίον εκυοφορείτο στην κοιλία της Σάρρας.
Το χρυσόφωνο στόμα, απολογούμενο τρόπον τινά εκ μέρους του Αβραάμ προς τους κατηγόρους του Πατριάρχου, λέγει ότι ο Αβραάμ είπε ότι η Σάρρα ήταν «αδελφή» του, ενδιαφερόμενος για τους ειδωλολάτρες Φιλισταίους, ώστε να τους προφυλάξει από τον άδικο φόνο του Αβραάμ. Εχρησιμοποίησε δε το τέχνασμα εκείνο, επειδή εφοβήθη την ασέβειαν του τόπου. Άλλωστε η προσποίησι του Αβραάμ και της Σάρρας ότι ήσαν «αδελφοί» και όχι σύζυγοι ήταν απηλλαγμένη από το ψέμα. Διότι η Σάρρα, όπως εσημειώσαμε και στην προηγούμενη παράγραφο, ήταν μεν γυναίκα του, αλλ’ ήταν και «αδελφή» του· δηλαδή στενωτάτη συγγενής του.
Παρ' όλα αυτά ο Αβραάμ δεν απαλλάσσεται της κατηγορίας ότι δεν ομολόγησε πλήρη την αλήθειαν και ότι εδειλίασε εμπρός εις τον θάνατον, έστω και αν δεν είχε ακόμη κατανικηθή ο θάνατος με την λαμπροφόρον Ανάστασιν του Κυρίου. Δια τούτο μερικοί ερμηνευταί παρατηρούν ότι, επειδή ο Αβραάμ είχε συμφωνήσει από πολύ παλαιά με την Σάρρα να χρησιμοποίηση σε ώρα ανάγκης το τέχνασμα αυτό (βλ. Γεν. κ' [20] 13), γι’ αυτό ο Θεός ανέβαλλε επί τόσα χρόνια να τους δώση απόγονο. Η συμφωνία δηλαδή εκείνη Αβραάμ-Σάρρας εθεωρήθη ως ολιγοπιστία στην προστασία και την πάνσοφη πρόνοια του Θεού· ήταν συμφωνία από την οποίαν απουσίαζε η πίστι προς τον Θεόν. Διότι ποιος μπορούσε να βλάψη αυτούς, οι οποίοι ευρίσκοντο κάτω από το ακοίμητο βλέμμα του παντοδυνάμου Θεού;
γ) Ανάλογη «λύση ανάγκης» ευρήκε και ο Λωτ, όταν επρότεινε στους διεφθαρμένους Σοδομίτες να τους παραδώσει τις δύο παρθένους θυγατέρες του για να τις χρησιμοποιήσουν όπως τους αρέσει και να χορτάσουν την πονηρή και μανιώδη επιθυμία τους, αντί να τους παραδώσει τους δύο αγγέλους που φιλοξενούσε για να ασελγήσουν εις αυτούς (βλ. Γεν. ιθ'[19] 4-11). Η συμπεριφορά εκείνη του Λωτ να θυσιάση στην τιμή της φιλοξενίας την τιμή των θυγατέρων και της οικογενείας του έχει την εξήγησί της. Σύμφωνα με τα τότε ήθη της Ανατολής, όποιος φιλοξενούσε στο σπίτι του κάποιον ξένον, εδεσμεύετο να προστατεύση τη ζωή του με κάθε θυσία. Το καθήκον αυτό διατηρείται ακόμη και σήμερα σε μερικούς λαούς της Ανατολής. Πάντως ο Λωτ ευρέθη αντιμέτωπος σε δύο καθήκοντα: να υπερασπισθή τους ξένους του αφ' ενός, και αφ' ετέρου τις θυγατέρες του, των οποίων ήταν προστάτης. Και μεταξύ των δύο μεγάλων κακών επροτίμησε το μικρότερο. Στην κατ’ εξοχήν δεινή εκείνη ώρα ο δίκαιος Λωτ εσκέφθη, όπως παρατηρεί ο Παναγιώτης Τρεμπέλας, «προκειμένου να γίνη μία αισχρότης βδελυρά και παρά φύσιν, ας γίνη μία αμαρτία, ακάθαρτος βέβαια και αισχρά, όχι όμως και τόσον αφύσικος». Ο Λωτ ο οποίος εβαρύνετο και με το λάθος ότι κατοίκησε στα Σόδομα και ότι ενύμφευσε τις θυγατέρες του με Σοδομίτες, έκρινε ότι εκείνη την φοβερή και κρίσιμη ώρα, με την φρικτή λύσι που έδωκε ενεργούσε σωστά. Ο ιερός Χρυσόστομος μάλιστα επαινεί την στάσι του Λωτ λέγοντας: «Πόσο μεγάλη είναι η αρετή του δικαίου! Υπερέβη κάθε αρετήν φιλοξενίας. Τι μπορεί να πει κανείς αντάξιο της φιλοφροσύνης του δικαίου αυτού, ο οποίος δεν ανέχθηκε να προφυλάξη ούτε τις θυγατέρες του, προκειμένου να τιμήση τους φιλοξενουμένους και να τους γλυτώση από την ασέλγεια των Σοδομιτών;» (ΙΩ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ. Εις Γένεσιν Όμ. 43. 4 PG 54 40C).
δ) Όταν η Σάρρα οδήγησε την δούλη της Άγαρ στον σύζυγό της Αβραάμ, δεν ενεργούσε καθόλου κατ' εντολήν του αγίου Θεού· ακολουθούσε τους νόμους της ειδωλολατρικής Ουρ των Χαλδαίων, δηλαδή της πατρίδος της. Γι’ αυτό και ετιμωρήθη αργότερα από τον Θεόν με την υβριστική και περιφρονητική συμπεριφορά της Άγαρ (βλ. Γεν. [16] 1-16).
Ο ερμηνευτής Θεοδώρητος εξ’ αφορμής του περιστατικού αυτού παρατηρεί: Πολλοί από τους ακόλαστους κατηγορούν για την πράξη αυτή τον Αβραάμ ως ασελγή και επιρρεπή προς τη σαρκολατρία. Κάθε πράξη όμως που γίνεται, κρίνεται από τον σκοπό εκείνων που την κάνουν. Υπ’ αυτό το πρίσμα λοιπόν ας εξετάσωμε και τα σχετικά με την Άγαρ. Και αν δούμε ότι ο πατριάρχης Αβραάμ ενήργησε νικημένος από τη σαρκική επιθυμία, τότε θα ονομάσωμε την πράξι του μισητή. Εάν όμως, αφού η σύζυγός του Σάρρα ομολόγησε τη στείρωσί της δηλώνουσα ότι ο Δημιουργός τής έδωκε άγονη μήτρα, και αφού εδήλωσε στον σύζυγό της τον πόθο να αποκτήση παιδί, χάριν δε αυτού του πόθου τον παρεκάλεσε να συνευρεθή με την Άγαρ για να γεννήση από εκεί παιδί, τότε σε ποιο πράγμα αμάρτησε ο Αβραάμ: Δεδομένου ότι ούτε η φύσι ούτε κανένας γραπτός νόμος υπήρχε που να εμποδίζει την πολυγαμία, ενώ από το άλλο μέρος η στείρα σύζυγός του τον παρακαλούσε επιμόνως να συνευρεθή με τη δούλη, όχι για να δουλεύση στο σαρκικό πάθος, αλλά για να ονομασθούν, αυτός μεν φυσικός, αυτή δε (η Σάρρα) θετή, γεννήτορες; Διότι το ότι ο θείος εκείνος άνδρας ήταν ανώτερος της αισχράς ηδονής, το πιστοποιούν όχι μόνον αυτά, αλλά και η συνέχεια. Η Άγαρ δηλαδή, όταν έμεινε έγκυος, επειδή εθεώρησε την εγκυμοσύνη ως πρόφασι εγωισμού και εκυριεύθη από λύσσα και μανία κατά της κυρίας της, της Σάρρας, η μεν Σάρρα εδυσανασχετούσε, παρεπονείτο και κατηγορούσε τον σύζυγό της άδικα· ο δε Αβραάμ, αφού δέχθηκε με συγκατάβασι και πάρα πολύ ήπιο τρόπο το θρασύ και βάρβαρο φέρσιμο της συζύγου του, της παρέδωκε τη δούλη για να την τιμωρήση, χωρίς καν να περιμένη τη γέννησι του κυοφορούμενου βρέφους, και της είπε: «Να, η δούλη σου είναι στα χέρια σου· κανείς δε σου στέρησε την εξουσία που έχεις επάνω της. Μεταχειρίσου την όπως σου αρέσει. Δεν επεμβαίνω στο νοικοκυριό και στο σπίτι σου» (Γεν. ιστ [16] 6)(Θεορωρήτου Κύρου PG80,176ABC).
Δεν είναι λίγοι εκείνοι που κατηγορούν τον Αβραάμ διότι έδιωξε με τρόπο άστοργο την Άγαρ με τον μικρό Ισμαήλ. Αλλά, κατά τον ερμηνευτή Θεοδώρητο Κύρου, η κίνησι αυτή του Αβραάμ φανερώνει καθαρά την αρετή του. Διότι όταν η Σάρρα το;y είπε «διώξε γρήγορα την Άγαρ τη δούλη και τον γιό της από την οικογένειά μας» (Γεν. κα' [21] 10), δεν υπάκουσε. Όταν όμως στη συνέχεια τον διέταξε ο Θεός, ευθύς αμέσως συνεμορφώθη με την θεία εντολή. Ενήργησε δε έτσι φερόμενος με φιλοστοργία προς τον Ισμαήλ. Διότι όταν ο Θεός ανεκοίνωσε στον Αβραάμ ότι η γυναίκα του η Σάρρα θα αποκτήση υιόν, ο Πατριάρχης είπε προς τον Θεόν: «Κύριε, αυτός ο Ισμαήλ, τον οποίον μου εχάρισες, είθε να ζει κάτω από την προστασία σου» (Γεν. ιζ' [17] 18). Επειδή λοιπόν αγαπούσε το παιδί, έδωκε απόλυτη πίστι στον Θεόν, ο Οποίος είπε ότι όχι μόνο θα τον προστατεύση, αλλά και θα τον ευλογήση, θα τον αυξήση και θα τον πληθύνη πάρα πολύ. Από αυτόν επρόκειτο να προέλθουν δώδεκα λαοί· ο Ισμαήλ θα εγίνετο πρόγονος και γενάρχης μεγάλου λαού (βλ. Γεν. ιζ' [17] 20). Γι' αυτό ακριβώς και ο Αβραάμ τον απεμάκρυνε μαζί με την μητέρα του, την Άγαρ, χωρίς να τους δώση ούτε δούλους ούτε δούλες ούτε χρυσόν ούτε άργυρον. Τους έδωκε μόνο λίγα ψωμιά και ένα ασκί γεμάτο νερό. Τους είχε δηλαδή εμπιστευθή πλήρως και τελείως στην προστασία του Θεού. Πράγμα που απεδείχθη πανηγυρικώς. Διότι όταν ο μικρός Ισμαήλ εκινδύνευσε να πεθάνη από τη δίψα, άγγελος Κυρίου υπέδειξε στην Άγαρ πηγάδι με δροσερό νερό (βλ. Γεν. κα' (21] 15-21). Όταν δε ενηλικιώθη ο Ισμαήλ και η μητέρα του τον ενύμφευσε με γυναίκα Αιγυπτίαν, οι απόγονοί του Ισμαηλίται ή Αγαρηνοί επλημμύρισαν την έρημο από την Αίγυπτο μέχρι τη Βαβυλώνα· «από γαρ των ορίων Αιγύπτου μέχρι Βαβυλώνος, τούδε του γένους η έρημος πλήρης», παρατηρεί ο ιερός Θεοδώρητος. (Θεορωρήτου Κύρου PG80,180CD-181AB).
ε) Ο Θεός ούτε ευλόγησε ούτε ενομοθέτησε στην Παλαιά Διαθήκη τον πολυγυνισμό (τις πολλές συζύγους για ένα άνδρα). Αντιθέτως είχε νομοθετήσει τη μονογαμία. Ο αρχικός νόμος ήταν μία γυναίκα για ένα άνδρα (Γεν. β' 22-24). Η πολυγαμία άρχισε με την κακή γενεά του αδελφοκτόνου Κάιν και με δύο φόνους (βλ. Γεν. δ' 19). Από την αρχή της δημιουργίας όμως δεν είχε γίνει έτσι (βλ. Ματθ. ιθ' [19] 8).
Ο ιερός Θεοδώρητος εξ’ αφορμής του πατέρα του προφήτου Σαμουήλ, του Ελκανά, ο οποίος είχε δύο συζύγους, γράφει: ο νόμος της Παλαιάς Διαθήκης ούτε εμπόδισε ούτε επέτρεψε «εννόμως» να πάρει ο Ελκανά δύο συζύγους. Διότι μετρούσε τους νόμους ανάλογα με την δύναμη των ανθρώπων. Άλλωστε αυτό λέγει και ο απόστολος Παύλος: «ο νόμος (της Π. Διαθήκης) δεν έδωκε την τελειότητα εις τίποτε» (Έβρ. ζ' 19) (Θεορωρήτου Κύρου PG80, 532AB).
Ο ίδιος ερμηνευτής, σχολιάζων το ότι ο πατριάρχης Ιακώβ έλαβε τέσσερις γυναίκες, παρατηρεί: Πολλοί θεωρούν τον πολυγυνισμό του Ιακώβ ως «πρόφασιν ακολασίας». Όμως πρέπει να εξετάζωμε τον σκοπό κάθε πράξεως. Εξετάζοντας με το κριτήριο αυτό θα διαπιστώσωμε ότι ο πατριάρχης Ιακώβ εμνηστεύθη μόνο την Ραχήλ· με την Λεία είχε «συναφθή» παρά τη γνώμη του. Μόλις όμως έλαβε γνώσι της απάτης που του έγινε, εδυσφόρησε, δυσαρεστήθηκε και κατηγόρησε τον πενθερό του Λάβαν. Με τη Βαλλάν δε, τη δούλη της Ραχήλ, συνεδέθη όχι «δια φιληδονίαν», αλλά για να παρηγορήση την σύζυγό του. Διότι την Ραχήλ, η οποία έλειωνε από τη λύπη της ένεκα της ατεκνίας και η οποία αστόχαστα έλεγε στον Ιακώβ· «δώσε μου παιδιά· εάν δεν μου δώσης, θα αποθάνω» (Γεν. λ' [30] 1), ο Πατριάρχης την «επέπληξε ευσεβώς» και της «έδειξε τον της φύσεως ποιητήν». Και ακόμη της επρόσθεσε ότι δημιουργός παιδιών δεν είναι ο γάμος, αλλά «ο νομοθέτης του γάμου Θεός». Διότι της είπε: «Γιατί με κατηγορείς; Μήπως είμαι εγώ Θεός, ο οποίος σε έκαμα στείρα και σου εστέρησα τον καρπόν της κοιλίας σου και δεν σου δίδω παιδιά: Μη ζητάς από εμέ όσα δεν μπορώ να σου προσφέρω και τα οποία δεν εξουσιάζω»(Γεν. λ' (30) 2). Παρηγορώντας την όμως, εδέχθη την αίτησί της, αυτή δε του εζήτησε να έλθη σε γαμική μείξι με τη δούλη, ώστε το παιδί που θα γεννηθή από αυτήν να το ονομάση παιδί της. Το ίδιο έγινε και με τη Ζελφάν. Διότι πάλιν, όταν η Λεία, η άλλη σύζυγός του, έπαυσε να γεννά, τον παρεκάλεσε να σπείρη στην κοιλία της δούλης της Ζελφάν. Όλα αυτά δεν υπαινίσσονται καμμία φιληδονία του Ιακώβ, φανερώνουν δε την «επιείκειαν» και την συγκατάβασι του ανδρός, και ότι προσπάθειά του σταθερή ήταν να υπηρετή και να φροντίζη τις δύο συζύγους του. Παράλληλα με αυτά ας λάβωμεν υπ’ όψιν και τούτο: ότι τότε δεν υπήρχε κανένας νόμος που να απαγορεύει την πολυγαμία. Και ότι τότε εθεωρούσαν τρισευτυχισμένους όσους εγίνοντο πατέρες πολλών παιδιών. Ότι δε αυτό είναι αλήθεια το βεβαιώνουν οι θείες υποσχέσεις. Διότι ο των όλων Θεός είπε στον Αβραάμ: «Σήκωσε ψηλά το βλέμμα σου στον ουρανό και μέτρησε τα άστρα του ουρανού, αν μπορής ποτέ να τα αριθμήσεις». Και επρόσθεσε· «τόσον πολλοί, τόσον αναρίθμητοι θα είναι οι απόγονοί σου» (Γεν. ιε' [15] 5). Άλλοτε πάλιν του είπε: «Θα σου χαρίσω πλήθος απογόνων, οι οποίοι θα αυξηθούν τόσον πολύ, όση είναι και η άμμος της θαλάσσης, τους κόκκους της οποίας κανείς δεν μπορεί να μετρήση ένεκα του πλήθους των» (Γεν. λβ' [32] 12). Ο Θεός δεν θα έδινε αυτή την υπόσχεσι στον Αβραάμ, εάν δεν εθεωρούσε «την πολυγονίαν μέγιστον αγαθόν» (Θεορωρήτου Κύρου PG80, 193CD-196A).
ζ) Η αιμομειξία των ετεροθαλών αδελφών της οικογένειας του Δαβίδ, του Αμνών και της Θημάρ (Β’ Βασ. ιγ' [13]) όχι μόνον στιγματίζεται, αλλά και τιμωρείται παραδειγματικώς, διότι ο ένοχος Αμνών εθανατώθη από τον αδελφόν του, τον Αβεσσαλώμ. Το γεγονός αυτό υπήρξε μία από τις πλέον οδυνηρές μάστιγες που κτύπησαν τον βασιλιά Δαβίδ ένεκα του γνωστού τριπλού, κατά τον Μ Βασίλειον, αμαρτήματός του -της μοιχείας, του φόνου και της επιθυμίας ξένης γυναικός. Ας σημειωθή δε ότι ο Δαβίδ ετιμωρήθη πολλαπλώς για το αμάρτημά του εκείνο, έστω και αν μετενόησε εγκαίρως!
η) Όσον αφορά στη συνεύρεσι του Ιούδα (υιού του πατριάρχου Ιακώβ) με την ειδωλολάτρισσα νύμφη του Θάμαρ, η οποία τον εξαπάτησε, ο ιερός ερμηνευτής Θεοδώρητος παρατηρεί:
Η Χαναναία Θάμαρ εντύθηκε ως πόρνη, προκειμένου να εξαπατήση και να προκαλέση τον πενθερό της Ιούδα, ώστε να αποκτήση παιδί από αυτόν, διότι εγνώριζε ότι το γένος του Αβραάμ είχε γίνει πολύ διάσημο ένεκα της ευσεβείας του. Επειδή λοιπόν ο Ιούδας, ο πενθερός της, δεν την ενύμφευσε με τον νεώτερο υιό του, διότι εφοβήθη μήπως πεθάνη και αυτός, όπως απέθαναν οι δύο προηγούμενοι αδελφοί του (Ηρ και Αυνάν), σύζυγοι της Θάμαρ, η Θάμαρ αναγκάσθηκε να κλέψη «τας αφορμάς της παιδοποιΐας, επειδή προφανώς εκωλύετο» να τις λάβη διαφορετικά. Για τον σκοπό αυτό και ελέγχει τον πενθερόν ότι αυτός μεν δεν σωφρονεί, ενώ αναγκάζει την ιδίαν να ζει με σωφροσύνη. Αυτό δε εφανέρωσε και ο ίδιος ο Ιούδας. Διότι όταν επληροφορήθη ότι η Θάμαρ παρεστράτησε και επόρνευσε, τώρα δε ήταν έγκυος, διέταξε να την θανατώσουν. Όταν όμως έμαθε ότι έμεινε έγκυος από αυτόν τον ίδιον, την ανεκήρυξε αθώα και κατέκρινε τον εαυτό του. Είπε: «Έχει δίκαιον η Θάμαρ και όχι εγώ· εκείνη είναι ανεύθυνη, εγώ δε καταδικάζω τον εαυτό μου, διότι δεν την υπάνδρευσα με τον Σηλώμ, τον υιό μου» (Γεν. λη' [38] 26). Ότι δε όλα αυτά τα εμεθόδευσε η Θάμαρ «χάριν παιδοποιΐας» και όχι «φιληδονίας» το φανερώνουν όσα ακολούθησαν. Διότι ύστερα από το επεισόδιο εκείνο ούτε με τον Ιούδα ούτε και με κανέναν άλλον άνδρα συνευρέθη. Αρκέσθηκε δε να ονομασθή μητέρα από τον Φαρέζ και τον Ζαρά, τα δίδυμα παιδιά που εγέννησε από τον Ιούδα (Θεοδωρήτου Κύρου PG80,204BC).
Τα ίδια περίπου γράφει και ο ιερός Χρυσόστομος στα σχόλιά του τα σχετικά με το ανωτέρω περιστατικό (PG54,532-535).
(Η Παλαιά Διαθήκη στην Ορθόδοξον Εκκλησίαν,Ν.Π.Νασιλειάδη, σελ.31-41)
ΥΠΟΜΝΗΜΑ -Στο κατά Λουκάν Ευαγγέλιο-
Ερμηνεία πατερική & θεολογική του Ευαγγελίου του Λουκά
Το ερμηνευτικό Υπόμνημα του Π.Ν. Τρεμπέλα
μεταφρασμένο στη νεοελληνική γλώσσα
Μετάφραση αρχιμ. Νικόλαος Πουλάδας
Κεφάλαιο 17
Στίχ. 1-10. Διάφορες διδασκαλίες.
17.2 λυσιτελεῖ(1) αὐτῷ εἰ λίθος μυλικὸς(2) περίκειται
περὶ τὸν τράχηλον αὐτοῦ καὶ ἔρριπται εἰς τὴν θάλασσαν
ἢ ἵνα σκανδαλίσῃ ἕνα τῶν μικρῶν τούτων(3).
2 Είναι προτιμότερο γι’ αυτόν να κρεμάσει μια μυλόπετρα στο λαιμό του
και να πάει να πέσει στη θάλασσα, παρά να κλονίσει την πίστη ενός
απ’ αυτούς εδώ τους μικρούς.
(1) Λέγεται μοναδική φορά εδώ, συναντιέται όμως και στους κλασικούς
και στους Ο΄. Κατά λέξη (από το λύω τα τέλη) σημαίνει πληρώνω
τους φόρους (p). Εδώ=είναι προτιμότερο. Κάνει σύγκριση ο Λουκάς
με το λυσιτελεί… ει… περίκειται και έρριπται… ή ίνα σκανδαλίση=Καλύτερα
να πεθάνει παρά να σκανδαλίσει (δ).
(2) Ο Ματθαίος λέει μύλος ονικός (πέτρα μύλου που κινείται από μουλάρι)·
εδώ λίθος μυλικός· είναι λίθος μύλου μικρότερων διαστάσεων
που κινείται από το χέρι (g).
(3) Εφόσον τα λόγια αυτά απευθύνονταν στους μαθητές, είναι απίθανο
στη φράση αυτή («των μικρών τούτων») να περιλάμβανε ο Ιησούς
ολόκληρο τον κύκλο των μαθητών. Πιο φυσικό είναι να εννοήσουμε
ότι αναφερόταν αυτό στους πιο άσημους μεταξύ τους ή σε κάποιους
που πρόσφατα επέστρεψαν και πίστεψαν, ή ίσως και σε κάποια παιδιά
που ήταν εκεί τριγύρω (p). Οι λειτουργοί και διάκονοι της εκκλησίας,
αλλά και αυτοί που είναι περιβεβλημένοι με οποιοδήποτε κύρος οφείλουν
να προσέχουν πολύ, ώστε με λόγο ή με κακό παράδειγμα να μην αποθαρρύνουν
ή με οποιοδήποτε τρόπο να γίνουν αφορμή αμαρτίας σε κάποιον ασθενή αδελφό.
ΥΠΟΜΝΗΜΑ -Στο κατά Λουκάν Ευαγγέλιο-
Ερμηνεία πατερική & θεολογική του Ευαγγελίου του Λουκά
Το ερμηνευτικό Υπόμνημα του Π.Ν. Τρεμπέλα
μεταφρασμένο στη νεοελληνική γλώσσα
Μετάφραση αρχιμ. Νικόλαος Πουλάδας
Κεφάλαιο 17
Στίχ. 1-10. Διάφορες διδασκαλίες.
17.1 Εἶπεν δὲ και πρὸς τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ(1),
Ανένδεκτόν(2) ἐστιν τοῦ μὴ ἐλθεῖν(3) τα σκάνδαλα, οὐαὶ δε δι᾽ οὗ ἔρχεται(4)·
1 Ο Ιησούς είπε και στους μαθητές του: «Είναι αδύνατο να μην έρθουν τα σκάνδαλα·
αλίμονο όμως σ’ εκείνον που τα προκαλεί.
Ποια η σχέση των λόγων αυτών με τα προηγούμενα; Ή, με την παραβολή μεν του πλουσίου
έδειξε στους Φαρισαίους «ποια κόλαση θα τους περιμένει εξαιτίας της αγάπης για τον πλούτο.
Λέει λοιπόν στους μαθητές και για αυτούς του Φαρισαίους, δείχνοντας ότι προκαλούν
σκάνδαλο και εμποδίζουν το θείο δρόμο και για αυτό τούς λέει τα «ουαί»» (Θφ).
Ή, πιο σωστά, οι παραγγελίες που δίνονται στην περικοπή αυτή, δεν συνδέονται
στενά ούτε μεταξύ τους, ούτε με τα προηγούμενα, ούτε με τα επόμενα (L).
Μερικές από αυτές αναφέρονται και από τους άλλους δύο συνοπτικούς μέσα σε άλλα συμφραζόμενα.
Αλλά το ότι ο Λουκάς εδώ παραλείπει να αναφέρει τις περιστάσεις, κάτω από τις οποίες
λέχθηκαν τα λόγια αυτά, αποδεικνύει ότι βρίσκονταν με την μορφή αυτή αποσπασμένα
και μεμονωμένα στην πηγή, από την οποία αντλούσε ο ιερός ευαγγελιστής.
Και πήρε αυτά από εκεί, όπως ήταν, χωρίς να επιτρέψει στον εαυτό του, να επινοήσει πλαίσιο
γεγονότων που να δικαιολογούν αυτά, πράγμα το οποίο αποδεικνύει την αυθεντικότητα
των περιστατικών, τα οποία σε τόσες άλλες περιπτώσεις αναφέρει
μαζί με τα λόγια του Κυρίου ο Λουκάς (g).
(1) Οι δύο πρώτοι στίχοι αναφέρονται στα σκάνδαλα. Δες Ματθ. ιη 6,7 και
Μάρκ. θ 42 και τις εκεί ερμην. σημειώσεις.
(2) Λέξη που λέγεται μοναδική φορά και σπάνια συναντιέται και αλλού. Στο ιγ 33 συναντιέται
το ενδέχεται, από το οποίο παράγεται το ανένδεκτο (p), από το στερητικό α και το ενδέχεσθαι
(=μπορεί να συμβεί) και σημαίνει αδύνατο (δ)· «δηλαδή είναι αδύνατο να μην έλθουν τα σκάνδαλα,
δηλαδή τα εμπόδια για τον αγαθό και αγαπητό στο Θεό τρόπο ζωής» (Θφ).
(3) «Είναι ανάγκη να έλθουν» (Ζ). «Η ανάγκη αυτή, βεβαίως, έχει την αρχή της
στην ελεύθερη διάθεση· εννοώ δηλαδή το εξής, ο Κύριος βλέποντας την πονηρία των ανθρώπων…
είπε, ότι σε σχέση με την ακολουθία αυτών που βλέπουμε, είναι ανάγκη να έλθουν τα σκάνδαλα» (Θφ).
«Δεν φέρνει λοιπόν τα σκάνδαλα η προφητεία του… Ούτε επειδή προείπε, για αυτό γίνεται.
Αλλά επειδή οπωσδήποτε επρόκειτο να γίνουν, για αυτό τα προείπε» (Χ). Και μας βεβαιώνει
εκ των προτέρων για αυτό που θα συμβεί, διότι όταν είμαστε βέβαιοι για το ότι υπάρχει κίνδυνος,
τότε και θα οπλιστούμε καλύτερα, για να τον αποτρέψουμε. Αν λάβουμε υπ’ όψιν την πανουργία
και κακία του σατανά, την ασθένεια και διαφθορά των ανθρώπινων καρδιών και την ανοησία
που επικρατεί στον κόσμο είναι αδύνατον ηθικά να μην συμβούν τα σκάνδαλα. Και ο Θεός επιτρέπει αυτά,
«ώστε να γίνουν φανεροί οι άξιοι» (Ά Κορ. ια 19).
(4) Παρόλο που ο Θεός κατευθύνει έτσι τα πράγματα, ώστε οι αμαρτίες των αμαρτωλών
να εξυπηρετούν τους σκοπούς του, αυτό δεν εξασφαλίζει αυτούς από την οργή του.
«Η μεν πονηρία λοιπόν, την οποία εξασκούν οι άνθρωποι, προέρχεται από την ελεύθερη διάθεσή τους,
οπότε η διάπραξη των σκανδάλων αναγκαστικά ακολούθησε λόγω της πονηρίας.
Επομένως, για αυτό και είναι άξιοι τιμωρίας οι εργάτες των σκανδάλων. Όπως, λόγου χάριν,
για να φέρουμε παράδειγμα, ένας γιατρός που βλέποντας κάποιον να κάνει κακή διατροφή
και να είναι άπληστος, θα μπορούσε να πει· αυτός αναγκαστικά θα αρρωστήσει.
Άραγε λοιπόν η αρρώστια είναι αναγκαστική; Ναι, όσον αφορά τη συνέπεια της κακής διατροφής» (Θφ).
Αλίμονο στους διώκτες, οι οποίοι με λόγο ή έργο σκανδαλίζουν τους πιστούς αποθαρρύνοντας
ή και κλονίζοντας αυτούς από το να δουλεύουν στο Θεό και να πράττουν το καθήκον τους.
Αλίμονο στους πλάνους, οι οποίοι διαστρέφουν τις αλήθειες του Χριστού και ταράζουν τις διάνοιες των μαθητών.
Αλίμονο σε εκείνους οι οποίοι κάτω από το ένδυμα του χριστιανικού ονόματος ζουν σκανδαλωδώς
και δίνουν κακό παράδειγμα στους ασθενέστερους και γίνονται αιτία να βλασφημείται το όνομα του Χριστού.
Ιωσήφ ο Πάγκαλος
ανώτερος από τους τρεις Παίδες
Δεν νομίζω, πως το γεγονός των τριών Παίδων, που δεν κάηκαν από τη φωτιά στο καμίνι της Βαβυλώνας, είναι άξιο τόσο μεγάλου θαυμασμού, όσο είναι το γεγονός με τον δίκαιον εκείνον Ιωσήφ. Δεν έπαθαν τίποτε τα σώματα των τριών Παίδων, αλλ’ ο Ιωσήφ ο Πάγκαλος βρέθηκε σε καμίνι πολύ χειρότερο από εκείνο της Βαβυλώνας. Βρέθηκε στην ασελγή πρόκλησι της Αιγυπτίας κυρίας. Και όμως παρέμεινε ανέπαφος. Διατήρησε καθαρό το ένδυμα της αγνότητας, κι έτσι ξέφυγε.
Ε.Π.Ε. 4,118
ανώτερος από τους τρεις Παίδες
Πάνω στον Ιωσήφ, το νέο εκείνο ήταν κάποια θεϊκή χάρις, που τον έκανε αξιαγάπητο, και στον πατέρα του, τον Ιακώβ, τον καθιστούσε πιο αγαπητό από τα αλλά παιδιά του. Και αυτό εξ αιτίας της αρετής της ψυχής του Ιωσήφ. Βέβαια στη Γραφή φαίνεται, ότι τον αγαπούσε ο Ιακώβ γιατί ήταν ο υιός των γηρατειών του, και αυτό για να μην αυξάνεται περισσότερο ο φθόνος των αδελφών έναντι του Ιωσήφ... Ο μεν θαυμάσιος Ιωσήφ, επειδή δεν ήξερε τίποτα από όσα συνέβαιναν, συμπεριφερόταν προς τους αδελφούς του φυσικά, αφού τους αισθανόταν αδελφούς που γεννήθηκαν με τους πόνους της ίδιας κοιλίας είχε πολύ θάρρος και συμπεριφερόταν με φυσικότητα. Εκείνοι όμως, επειδή είχαν κυριευθή από το πάθος της ζήλειας, είχαν την διάθεσι να τον μισούν και να τον εξοντώσουν.
Ε.Π.Ε.4,564εξ.
γυναίκα θηρίο ακολασίας
Το πονηρό θηρίο, ο διάβολος, όταν είδε την πρόοδο του δικαίου Ιωσήφ, τρίζοντας τα δόντια του και γεμάτος μανία, έσκαψε βαθύ λάκκο για τον φίλο του Θεού και μεγάλο γκρεμό... Κοίτα την αναίδεια εκείνης της Αιγυπτίας γυναίκας, της ακόλαστης. Δεν σκέφτηκε, ότι εκείνη μεν εθεωρείτο κυρία (αρχόντισσα), ενώ ο Ιωσήφ ήταν ένας υπηρέτης. Κυριεύτηκε από την ομορφιά του, άναψε μέσα της σατανική σαρκική φωτιά και επιχειρούσε να κάνη έφοδο εναντίον του νέου. Και έψαχνε ευκαιρία να τον ξεμοναχιάση και να επιχειρήση την πονηρή της πράξι... Και επειδή η διεφθερμένη εκείνη γυναίκα του Πετεφρή, επεδίωκε την ερημιά και περίμενε την κατάλληλη ευκαιρία, προσπαθώντας να διαφύγη από την προσοχή και του άντρα της και όλων των υπηρετών του σπιτιού, ο Ιωσήφ ο δίκαιος λέει εκείνον τον ουράνιο λόγο: «Πώς θα μπορέσω να κάνω αυτό το αισχρό πράγμα και να αμαρτήσω κάτω από τα μάτια του Θεού;».
Ε.Π.Ε. 4,608εξ.
το πονηρό κάτω από το μάτι του Θεού;
Να μη θεωρούμε προτιμότερο το φόβο των ανθρώπων από τη θεία οργή. Να θυμώμαστε πάντοτε τα λόγια του Ιωσήφ: «Πώς να κάνω αυτό το αισχρό πράγμα και πώς να αμαρτήσω μπροστά στα μάτια του Θεού;» (Γεν. λθ' 9). Κάθε φορά, λοιπόν, που κάποια πονηρή σκέψις μάς ταράζει, να φέρνουμε στο νου μας τα λόγια αυτά, και αμέσως θα φεύγη η κακή επιθυμία. Είτε κυριευθή κάποιος από σαρκική επιθυμία, είτε από μανία χρημάτων, είτε από κάποιο άλλο παράλογο πάθος, αμέσως να σκέπτεται αυτό, ότι, δηλαδή, εκείνος που μας παρακολουθεί, είναι ο Θεός, και από την προσοχή του δεν μπορεί τίποτε να διαφύγη, κανένας λογισμός του νου. Έτσι θα ξεφεύγουμε από τα τεχνάσματα του διαβόλου, αλλά και θα εξασφαλίζουμε τη βοήθεια του Θεού.
Ε.Π.Ε. 4,620
συγχωρεί τους αδελφούς του
Θαύμασε την ευσεβή διάθεσι. Ο Ιωσήφ όχι μόνο συγχώρεσε τα αδέλφια του για κάθε κακό που ενήργησαν εναντίον του, όχι μόνο απάλλαξε από κάθε κατηγορία, αλλά και τους συμβουλεύει τώρα που αναχωρούν από την Αίγυπτο, να μη διαπληκτίζονται μεταξύ τους στο δρόμο, ούτε να αλληλοκατηγορούνται για όσα είχαν συμβή... Ποιος μπορεί να θαυμάση και να υμνήση επάξια την αρετή του αγίου Ιωσήφ, ανδρός, που εφάρμοσε εξ ολοκλήρου την εντολή της Καινής Διαθήκης; Αυτό, που ο Χριστός συνιστά στους αποστόλους, λέγοντας, «Να αγαπάτε τους εχθρούς σας, να προσεύχεστε για όσους σας κάνουν κακό», αυτό και κάτι περισσότερο έκανε ο Ιωσήφ. Πραγματικά όχι απλώς έδειξε μεγάλη αγάπη προς τους φονείς αδελφούς του, αλλά κάνει τα πάντα, ώστε να τους εξηγήση πως δεν έκαναν τίποτε κακό εις βάρος του! Ω αρετή υπερβολική! Ω ευγνωμοσύνη στο Θεό σε υπέρτατο βαθμό! Ω αγάπη πλούσια προς τον Θεό!
Ε.Π.Ε. 4,690-692
η μεταφορά των λειψάνων του
Λέει στους αδελφούς του ο Ιωσήφ: «Όταν θα αναχωρήσετε, να μεταφέρετε και τα οστά μου». Και αυτό το έκανε όχι τυχαία και μάταια, αλλά οικονομώντας δυο πράγματα. Το ένα: Δεν ήθελε ο Ιωσήφ να τον τιμήσουν οι Αιγύπτιοι υπερβολικά. Δηλαδή, υπήρχε πιθανότητα, με την ανάμνησι των καλών που έκανε στην πατρίδα τους, oι Αιγύπτιοι, που τόσο εύκολα θεοποιούσαν ανθρώπους, να κάνουν κάτι τέτοιο και με το νεκρό σώμα του Ιωσήφ· μια τέτοια θεοποίησι την θεωρούσε ο Ιωσήφ μεγάλη ασέβεια. Το άλλο: Με την εντολή να πάρουν μαζί τους τα οστά του, ήταν σαν να τους διαβεβαίωνε ότι κάποια ημέρα θα επιστρέφουν στη Χαναάν. Αν κάτι τέτοιο, δηλαδή η έξοδός τους από την Αίγυπτο, δεν ήταν σίγουρο, δεν θα τους έδινε τέτοια εντολή, να πάρουν μαζί τους τα οστά του. Και έτσι θα συνέβαινε κάτι πρωτοφανές και παράδοξο: Εκείνος, που έτρεφε στην Αίγυπτο όλο το λαό του Ισραήλ, αυτός θα γινόταν και αρχηγός της επιστροφής τους στη γη Χαναάν, οδηγός τους προς τη γη της επαγγελίας.
Ε.Π.Ε. 5,94
οι αμοιβές και οι αντιδόσεις
«Και πέθανε ο Ιωσήφ εκατόν δέκα ετών». Για ποιο λόγο ανέφερε η Γραφή και τα χρόνια του; Για να μάθης πόσα χρόνια άσκησε την εξουσία στην Αίγυπτο. Όταν ήταν δέκα επτά ετών κατέβηκε στην Αίγυπτο. Όταν έγινε τριάντα ετών, παρουσιάστηκε στο Φαραώ και του εξήγησε τα όνειρα. Ογδόντα, λοιπόν, χρόνια άσκησε την εξουσία στην Αίγυπτο. Είδες, ότι οι αμοιβές είναι μεγαλύτερες από τους πόνους και πολλαπλάσιες από τις ανταποδόσεις; Δέκα τρία χρόνια πάλαιψε με τις δοκιμασίες, υπομένοντας τη δουλεία, την παράνομη κατηγορία (Γεν. λθ΄ 7-20), τα κακοπαθήματα μέσα στη φυλακή. Και επειδή υπέμεινε τα πάντα με γενναιότητα και ευχαριστίες, γι’ αυτό και έλαβε πλούσιες τις αμοιβές και στην παρούσα ζωή. Σκέψου: Για το σύντομο σχετικά χρόνο, που υπέφερε δέσμιος στη φυλακή, αμείφτηκε να ασκή εξουσία και να είναι δοξασμένος ογδόντα χρόνια. Και ενεργούσε πάντοτε με πίστι στον Θεό. Γι’ αυτό και άφησε την παραγγελία για την μετακομιδή των οστών (λειψάνων) του μετά το θάνατό του. Άκου τι σχετικά λέει ο απόστολος Παύλος: «Με πίστι ο Ιωσήφ, όταν επρόκειτο να πεθάνη, μίλησε για την έξοδο των υιών Ισραήλ» (Εβρ. ια' 22). Και δεν σταμάτησε μέχρις εδώ, αλλά και για να μάθης την αιτία, για την οποία ο Ιωσήφ έδωσε την εντολή να γίνη η μετακομιδή των λειψάνων του, σημειώνει ο απόστολος Παύλος: «Και για τα οστά του έδωσε παραγγελία».
Ε.Π.Ε. 5,94-96
η κυρία, δούλη της ασέλγειας
Τι έπαθε από την κυρία του ο Ιωσήφ, ανάλογα με όσα εκείνη έπαθε από την τυραννική της επιθυμία; Ο Ιωσήφ δεν έκανε όσα θέλησε εκείνη να του επιβάλη. Εκείνη όμως έκανε όλα όσα την διέταξε η κυρία της, η ασέλγεια. Δεν σταμάτησε, παρά μόνο όταν ξευτελίστηκε. Ποιος κύριος δίνει τέτοιες εντολές; Ποιος ωμός τύραννος; Σαν να της είπε η ασέλγεια: Παρακάλεσε το δούλο σου. Ικέτευσε τον αιχμάλωτο. Αν σε περιφρονήση, να επιμείνης. Αν τον προκαλέσης πολλές φορές και δεν υποκύψη, κοίταξε να μη σε βλέπη κανένας και χρησιμοποίησε τη βία. Να τον βιάσης. Να γίνης καταγέλαστη. Τι υπάρχει ατιμότερο και αισχρότερο; Αν δεν πετύχης ούτε μ’ αυτό τον τρόπο, τότε να χρησιμοποιήσης τη συκοφαντία, ότι έκανε απάτη σε βάρος του κυρίου του. Κοίτα τι αισχρά, αλλά και τι σκληρά και μανιακά είναι τα προστάγματα της ασέλγειας, που διατάζει έτσι την κυρία εκείνη, μετατρέποντάς την σε δούλη. Και όμως η κυρία της Αιγύπτου δεν τόλμησε να παρακούση το αφεντικό της, την ασέλγεια. Ο Ιωσήφ όμως καθόλου δεν υπέκυψε. Έκανε τελείως τα αντίθετα από όσα του πρόσταζε η κυρία, και έτσι δοξάστηκε και τιμήθηκε.
Ε.Π.Ε. 18,542εξ.
αγάπη και απάτη
Η Αιγυπτία τότε εκείνη πώς αγαπούσε τον Ιωσήφ, ενώ θέλησε υστέρα να τον βλάψη; Διότι τον αγαπούσε με σατανική αγάπη. Ο Ιωσήφ όμως δεν ήθελε αυτή την αγάπη, αλλά εκείνη που ζητάει ο Παύλος. Σκέψου τα λόγια και τις πράξεις του, να δης τι αγάπη δείχνουν. Εκείνη του έλεγε: Ατίμασε με. Κάνε με μοιχαλίδα. Βλάψε τον άντρα μου. Κατάστρεψε το σπίτι μου. Και τον εαυτό σου απομάκρυνέ τον από του να έχη θάρρος έναντι του Θεού με την τήρησι του θελήματός του. Και για να καταλάβης, ότι ο Ιωσήφ περισσότερο γι’ αυτήν φρόντιζε, μάθε από όσα της είπε. Όχι μόνο την απομάκρυνε, αλλά και την παρώτρυνε με τρόπο ικανό να σβήση κάθε φωτιά αμαρτωλού πάθους. Της λέει: «Ο Κύριός μου έχει σε μένα τόση εμπιστοσύνη, ώστε δεν ξέρει τίποτε στο σπίτι του και όλα μου τα έχει παραδώσει» (Γεν. 39,8). Και αμέσως της θύμισε τον άντρα της, για να την κάνη να ντραπή. Δεν είπε, ο άντρας σου, αλλά είπε, ο κύριός μου. Κάτι που ήταν περισσότερο ικανό να την συγκρατήση και να την κάνη να νοήση, ποια είναι και ποιον έπρεπε να αγαπά, και ότι μια κυρία δεν έπρεπε να ερωτεύεται το δούλο της. Εκείνος είναι κύριος, και συ είσαι κυρία. Να νιώσης, λοιπόν, ντροπή για τη σχέσι σου με ένα δούλο. Να σκεφτής, τίνος είσαι γυναίκα και με ποιον θέλεις να μπλέξης. Να σκεφτής, σε ποιον πας να γίνης αχάριστη. Να μάθης δε, ότι εγώ εκείνον αγαπώ περισσότερο και δεν τον προδίδω για σένα.
Ε.Π.Ε. 18α,364εξ.
μπροστά στο γυναικείο πειρασμό
Έτσι εκμηδενίστηκε η διεφθαρμένη γυναίκα, ντυμένη στα χρυσά και έχοντας βασιλικό αξίωμα. Ξευτελίστηκε γονατίζοντας μπροστά στα πόδια ενός αιχμαλώτου νέου. Ίσως και με δάκρυα τον παρακαλούσε, πιάνοντας τα γόνατά του. Και αυτό όχι μια φορά, ούτε δυο, αλλά πολλές φορές θα το έκανε.
Ε.Π.Ε. 22,444
το αρνάκι του Θεού
Η διεφθαρμένη γυναίκα με πολλή τέχνη καλλωπιζόταν, αφού ήθελε να μπλέξη στα δίχτυα της το αρνάκι του Χριστού (τον Ιωσήφ). Και σ’ αυτά να προσθέσης και τα πολλά της τερτίπια.
Ε.Π.Ε. 22,444
χαριτωμένος
Ο Ιωσήφ, επειδή ο Θεός τον χαρίτωσε πολύ, τα ξεπέρασε θαυμαστά όλα, και τους πειρασμούς και τη συκοφαντία της κυρίας του και τον κίνδυνο του θανάτου και τη φυλακή. Κι επί πλέον ανέβηκε στο βασιλικό θρόνο.
Ε.Π.Ε. 23,22
και ο αρχιμάγειρας
Ο Ιωσήφ πουλήθηκε στον αρχιμάγειρο και ανήκε σε ξένη θρησκεία, όχι στην αιγυπτιακή. Τι, λοιπόν, εκείνος έκανε; Επειδή είδε ενάρετο τον νεανία, δεν λογάριασε τη διαφορά της θρησκείας, αλλά τον συμπαθούσε και τον αγαπούσε και τον θαύμαζε. Και του εμπιστεύτηκε όλη την επιστασία των άλλων. Του είχε τόση εμπιστοσύνη, ώστε ο ίδιος δεν ήξερε τίποτε από όσα είχε στο σπίτι του. Ήταν ο Ιωσήφ δεύτερος μετά τον κύριό του, ή μάλλον καλύτερος από τον κύριό του. Ο κύριος αγνοούσε τα δικά του, ενώ ο Ιωσήφ τα γνώριζε καλύτερα από το αφεντικό του. Νομίζω γι’ αυτό το λόγο του συμπεριφέρθηκε με επιείκεια ο κύριός του. Δηλαδή, όταν πίστεψε τη διεφθαρμένη γυναίκα του, που συκοφάντησε τον αθώο και αγνό Ιωσήφ με τη φρικτή συκοφαντία, τιμώντας τον δίκαιο Ιωσήφ, λόγω του προηγουμένου σεβασμού και της τιμής που τον περιέβαλε, περιώρισε την οργή του με το να τον φυλακίση. Αν δεν τον εκτιμούσε υπερβολικά και δεν τον θαύμαζε, από τα προηγούμενα έργα του, θα έπρεπε να τον φόνευε αμέσως, να διαπερνούσε το ξίφος μέσα από το σώμα του.
Ε.Π.Ε. 24,86
τύπος του Χριστού
Αν και ήταν ο Ιακώβ γέροντας, προσ¬κύνησε τον Ιωσήφ, υποδηλώνοντας την προσκύνησι, που θα του γινόταν από όλο το λαό.
Ε.Π.Ε. 25,194
το πεπυρωμένο βέλος αποκρούεται
Σπουδαία η δύναμις της σωφροσύνης. Την κυρία την έκανε δούλη του δούλου. Ο μεν δούλος (ο Ιωσήφ) ήταν το πρόσωπο που παρακαλούσε τρελά η κυρία. Εκείνη ικέτευε: «Έλα να κοιμηθής μαζί μου». Το βέλος της πορνείας καταφλογισμένο το πετούσε πάνω στον αγνό Ιωσήφ, αλλά δεν μπόρεσε το βέλος να βρη το στόχο, την ψυχή του νέου. Διαλύθηκε στα ενδύματά του, που τα τραβούσε η διεφθαρμένη γυναίκα και φώναζε λυσσασμένα: «Έλα να κοιμηθής μαζί μου». Μουγκρίζει η πειναλέα πορνική επιθυμία, αλλ’ ο Ιωσήφ ακόμα περισσότερο έκλεινε τα αυτιά του. Εκείνη του έλεγε, έλα να κοιμηθής μαζί μου». Και η σωφροσύνη του έλεγε: «Έλα να είσαι άγρυπνος μαζί μου». Και ο Ιωσήφ έμπρακτα έδειξε, ότι τη φωνή της σωφροσύνης άκουσε.
Ε.Π.Ε. 31,174
(Χρυσοστομικό Λεξικό, αρχ. Δανιήλ Αεράκη, τόμος Β, σελ. 454-461)
Ένα βράδυ στο Θάλαμο της Ανόδου το πνεύμα μου τριγυρνούσε σε κάποιες από τις πιο μακρινές περιοχές του «ουράνιου φωτός» τις οποίες είχα φτάσει ποτέ. Το βράδυ εκείνο είχα μία εμπειρία που θα άλλαζε τη ζωή μου για πάντα.
Κατά τη διάρκεια της εμπειρίας αυτής με περιέβαλε ένα φοβερά έντονο φως -ήταν σαν να κοίταζα απευθείας στον ήλιο. Κύματα μακαριότητας ακτινοβολούσαν μέσω του πνεύματός μου· όλη μου η ύπαρξη είχε αιχμαλωτιστεί από τη δύναμη. Ξαφνικά επενέβη μία άλλη δύναμη. Με κατάλαβε εξ’ απροόπτου· ήταν σαν να είχε επέμβει ένα υπερφυσικό χέρι και να με είχε μεταφέρει, μέσα σε μία στιγμή, στο πίσω μέρος της σκηνής της εμπειρίας την οποία ζούσα. Είχα μεταφερθεί πίσω από την εξωτερική εκθαμβωτική επένδυση και εκεί είδα κάτι που με έκανε να τρέμω στην κυριολεξία, για μία εβδομάδα.
Αυτό που είδα ήταν το πρόσωπο του θανατηφόρου σκότους! Πίσω από την όμορφη κι αστραφτερή εξωτερική πρόσοψη βρισκόταν μία πανίσχυρη, ανατριχιαστική μορφή, μία μορφή γεμάτη απίστευτο μίσος και απερίγραπτα βδελύγματα -η μορφή των δαιμόνων που είναι γεμάτοι με τη δύναμη του σατανά. Για μία στιγμή που μου φάνηκε αιωνιότητα, καταλάβαινα ότι βρισκόμουν σε φοβερό κίνδυνο γιατί αυτή η απαίσια δύναμη άρχισε να με πλησιάζει για να με καταβροχθίσει… Ο εφιάλτης αυτός συνεχίστηκε χωρίς διακοπή για μία ολόκληρη εβδομάδα· νόμιζα ότι θα τρελαινόμουν. Τελικά όμως, μέσα σε ένα μήνα η σοβαρή αυτή κατάσταση υποχώρησε σταδιακά και έφτασα σε μία κάποια κατάσταση ισορροπίας. Αυτό το οποίο δεν ήξερα τότε ήταν ότι ήταν ο Ιησούς που είχε επέμβει με τη χάρη Του στη ζωή μου. Τότε ήξερα μονάχα ότι κάποια δύναμη ανώτερη από το θανατηφόρο σκότος είχε κάνει δύο πράγματα: 1) μου είχε δείξει το πραγματικό πρόσωπο των ‘’παραδείσων’’ και των ‘’αγγέλων’’ της Νέας Εποχής με τους οποίους είχα τόσο πολύ ανακατευθεί και 2) με είχε γλιτώσει από κάποια καταδίκη. (Randall N. Baer, Ο εφιάλτης της Νέας Εποχής, Στερέωμα, σ. 82, στο αρχιμ. Ιωάννου Κωστώφ, Εκκλησία και Μαγεία, σελ.89-90)
«Κάποιο μέρα, μετά τη θεία λειτουργία, περίπου στις 12 το μεσημέρι, καθόμουν στο κελί μου κι έφτιαχνα πάλι κουτάλια. Ή καρδιά μου θλιβόταν για τον τρομερό Κριμαϊκό πόλεμο. Έξαφνα ακούω κάποιον έξω από την πόρτα του κελιού μου να λέει την ευχή:
«Δι’ ευχών των άγιων πατέρων ημών Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησον ημάς». Ή φωνή είναι γυναικεία λεπτή και καθαρή. Ακούω και σωπαίνω. Ξέρω ότι – καμιά γυναίκα δεν έρχεται ποτέ στο κελί μου και γι’ αυτό σωπαίνω. Ακούω την ευχή δεύτερη φορά• σωπαίνω. Τρίτη φορά, πάλι σωπαίνω. Τότε, η πόρτα ανοίγει μόνη της, ενώ εγώ πάντοτε είχα τη συνήθεια να την κλείνω από μέσα με το γάντζο, και εισέρχονται στο κελί μου τρεις γυναίκες. Μόλις μπήκαν, στάθηκαν μπροστά στην εικόνα της, Παναγίας της Τριχερούσας, έκαναν τον σταυρό τους και τρεις μετάνοιες. Εγώ συνεχίζω να κάθομαι, χωρίς να τούς δίνω προσοχή. Σκέπτομαι με θυμό: πώς τόλμησαν αυτές οι γυναίκες να έλθουν σε μένα το μοναχό και μάλιστα άγνωστες: Αυτές, αφού προσευχήθηκαν λίγο, γυρίζουν και μου λένε:
—Να σε σώζει ό Κύριος, πάτερ.
Βλέπω πώς είναι ντυμένες απλά και φορούν μαντήλι στο κεφάλι τους, όπως όλες οι γυναίκες του λαού. Ή μεγαλύτερη απ’ αυτές μου λέει:
—Ήλθαμε, πάτερ, να σε πάρουμε μαζί μας, για να πάμε στην Κριμαία να περιποιηθούμε τούς πληγωμένους και βασανισμένους στρατιώτες.
Τότε πια σηκώθηκα και τούς είπα:
—Μα πώς μπορώ να πάω τόσο μακριά, και μάλιστα, χωρίς να έχω διαβατήριο;
—Μόνο να έχεις την αγάπη προς το Θεό και ό Θεός μπορεί να τα κάνη όλα, μου απάντησε ή πρώτη δεν χρειάζονται χαρτιά. Πάμε να τούς ανακουφίσουμε λίγο και μην παίρνεις τίποτε μαζί σου τα έχουμε φροντίσει όλα. Πάρε μόνο δύο- τρεις πετσέτες για να πλένεις, να σκουπίζεις και να περιποιέσαι τις πληγές τους. Όλα τ’ άλλα τα έχουμε.
—Πώς όμως, θα γίνει αυτό; Γιατί αν οι αδελφοί με δουν μαζί με γυναίκες, θα σκανδαλιστούν
—Όχι, δεν θα μάς δη κανείς. Θα κάνουμε το έργο της άγιας υπακοής, θα υπηρετήσουμε τούς αρρώστους και θα γυρίσουμε απόψε.
Άς προσευχηθούμε λοιπόν στον Κύριο και Θεό για να μάς δώσει τη δύναμη και βοήθεια να τον υπηρετήσουμε στο πρόσωπο των δούλων του, πού είναι στρατιώτες και πολεμάνε για το άγιο όνομά Του και την άγια πίστη Του. Λέγε εσύ την προσευχή, μου είπε.
Κι εγώ είπα το «’Άξιον εστί», ενώ όλες έκαναν τον σταυρό τους και μετάνοιες. Συνέχισα «Δόξα Πατρί και Υίώ και Άγίω Πνεύματι και νυν…» μέχρι τέλος και πάλι βάλαμε μετάνοια. «Κύριε ελέησον» τρεις φορές, «εύλόγησον», μετάνοια. “Δι’ ευχών των άγιων πατέρων ημών…», μετάνοια, αμήν. Ή πρώτη λέει «Κύριε εύλόγησον την οδόν». Όλες πάλι έκαναν τον σταυρό τους και βγήκαν έξω. «Έκλεισα το κελί και τις άκολούθησα. Βγήκαμε στην αυλή κι αρχίσαμε να απομακρυνόμαστε. Σε λίγο γύρισα πίσω και δεν είδα πιάτο κελί μου. Κοιτάζω μπροστά και βλέπω ένα μεγάλο κτίριο, στον τοίχο τού όποιου ήταν γραμμένο: Έδώ είναι το νοσοκομείο των στρατιωτών, πού πληγώθηκαν για το Χριστό, την πίστη την άγια και τη θεοφύλακτη πατρίδα μας Ρωσία».
—Δόξα τω Θεώ, φθάσαμε, είπε ή πρώτη.
Μπήκαμε, σ’ ένα φωτεινό και μακρύ διάδρομο, πού δεξιά κι αριστερά του υπήρχαν θάλαμοι με κρεβάτια καθαρά και μαλακά. Στον πρώτο θάλαμο βρίσκονταν οι βαριά πληγωμένοι: άλλος δεν έχει χέρι, άλλος πόδι, άλλος έχει ανοιγμένα σπλάγχνα, άλλος
είναι χωρίς σαγόνι, μύτη, μάτι, κάποιου το κεφάλι είναι ανοιγμένο…
Μόλις μπήκαμε στον πρώτο θάλαμο ή μεγάλη μου λέει: «Πρόσεξε, ότι θα κάνουμε εμείς να κάνης και εσύ σκοπός μας είναι να ανακουφίσουμε και να παρηγορήσουμε τούς πληγωμένους».
Ετοιμάσθηκε πρώτη, πλησίασε έναν τραυματία, έβαλε στη λεκάνη νερό, κι αφού έπλυνε τις πληγές μ’ ένα σφουγγάρι, τις σκούπισε με την καθαρή πετσέτα την όποια είχε μαζί της. Έπειτα έβγαλε από την σακούλα της κάποια αλοιφή και άλειψε τις πληγές. Τέλος τού έπλυνε το πρόσωπο, τον σκούπισε και τον χτένισε. Όλα τα έκανε επιδέξια και γρήγορα, κι αμέσως πηγαίνει σε άλλον άρρωστο. Τα ίδια κάνει και μ’ αυτόν. Αν κάποιος έχει σπασμένο χέρι ή πόδι, το διορθώνει• αν έχει βγαλμένα έξω τα εντόσθια, τα πλένει με καθαρό νερό και τα βάζει στη θέση τους. Αφού περιποιηθεί κάθε τραυματία, τον σταυρώνει, του δίνει να πιει καθαρό νερό, του λέει λίγα λόγια παρηγοριάς και πηγαίνει σ’ άλλον. “Όταν έχει τελειώσει τον τρίτο, γυρίζει και μου λέει:
—Είδες, πώς κάνω; Στάσου έδώ ανάμεσα σε μένα και τη μεγαλομάρτυρα Βαρβάρα, κοίτα κι ότι κάνουμε εμείς, κάνε και σύ. Μη σιχαίνεσαι και μην περιφρονείς κανέναν, αλλά να παρηγορείς όλους τούς, πληγωμένους ανεξαιρέτως. Τότε στρέφεται σ’ εκείνη πού ονόμασε άγια Βαρβάρα και της λέει: άγια μεγαλομάρτυς Βαρβάρα, να τον παρακολουθείς, να τον βοηθάς και να τον διορθώνεις στην άγνοιά του, για να υπηρετήσει καλά τούς τραυματίες εις δόξα θεού.
Μου υπέδειξε στη συνέχεια κάποιον πληγωμένο εγώ τον πλησίασα, τον ξεσκέπασα, έβγαλα το πουκάμισό του και είδα έντρομος ότι ήταν όλος σχισμένος από πάνω μέχρι κάτω και τα εντόσθια του χυμένα έξω τόσο φοβήθηκα, πού έχασα τις αισθήσεις μου. Αμέσως ή μεγαλομάρτυς Βαρβάρα έπιασε το αριστερό χέρι μου και λέει στην πρώτη: «Πολυέλεη Δέσποινα, μητέρα τού Θεού και Κυρία όλων μας, βλέπεις ότι λιποθύμησε• δυνάμωσέ τον, για να υπηρετεί τον Κύριο, τον γλυκύτατο νυμφίο μου Ιησού Χριστό, πού αγάπησα με όλη την καρδιά μου και τού παρέδωσα ολόκληρο τον εαυτό μου».
Τότε εγώ κατάλαβα ποιά ήταν αυτή ή πρώτη και ποιά ή δεύτερη και σκίρτησε ή καρδιά μου. Τα είχα χαμένα. Δεν καταλάβαινα, που βρίσκομαι. Στρέφεται λοιπόν, ή Παναγία και λέει προς την τρίτη:
—Αγία Μεγαλομάρτυς Αλεξάνδρα, βοήθησε λίγο και σύ αυτό το μικρόψυχο μοναχό, πού Θέλει να δώσει τη ζωή του για το όνομα τού Κυρίου Ιησού Χριστού, και για την εκκλησία. Ηλθε μαζί μας εδώ να υπηρετήσει τούς τραυματίες, αλλά μόλις είδε τις πληγές τους φοβήθηκε κι έσβησε.
—Δεν υπάρχει, Δέσποινά μου, απάντησε ή αγία Αλεξάνδρα, άνθρωπος, πού να έχει τη Χάρι τού Κυρίου Ιησού Χριστού, την όποια έχεις εσύ. Όλοι είναι φτωχοί και αδύναμοι. Εσύ λοιπόν, ευλόγησε και ενίσχυσε τον δώσε του άφθονη Χάρι, δύναμη, διάκριση, υπομονή και σοφία.
Τότε ή Δέσποινά μας με πλησίασε, με σταύρωσε τρεις φορές και μού είπε:
—Από δώ και πέρα θα είναι μαζί ο ου και με όλα τα έργα σου ή Χάρι μου, για να υπηρέτης με αγάπη και ευσέβεια το Θεό και τον πλησίον, επειδή αγαπά πολύ εκείνους πού υπηρετούν τούς πονεμένους και Θλιμμένους ανθρώπους. Κάνε, λοιπόν, τον κόπο αυτής της διακονίας μαζί μας και ό Θεός να σ’ ευλόγηση
Με αυτά τα λόγια ζωντάνεψε το πνεύμα μου και ξανάρχισα την περιποίηση των τραυματιών χωρίς φόβο, αλλά με Θάρρος και χαρά. Είχα δεξιά μου την Παναγία Δέσποινα Θεοτόκο κι αριστερά την άγια μεγαλομάρτυρα Βαρβάρα. Ή Δέσποινα ρώτησε τον πρώτο τραυματία, πώς λέγεται κι αυτός απάντησε, Βασίλειος. Μου λέει λοιπόν ή Παναγία: «Βάλε το όνομά του μέσα στην καρδιά σου και τη μνήμη σου. Θα έλθει κάποτε, εκεί πού θα βρίσκεσαι. Όταν έλθει, να του δώσεις την ευλογία σου στο όνομα του Κυρίου». Και πράγματι. Μετά από καιρό ήλθε εδώ στη μονή, εξομολογήθηκε και κοινώνησε των θείων μυστηρίων. Με αναγνώρισε και θυμήθηκε όσα έγιναν τότε: ότι ήταν πολύ πληγωμένος, τί ένιωθε και τί άκουγε. Μου εξήγησε ότι ήλθε, γιατί σε κάποιο όνειρο του δόθηκε εντολή να έλθει στο Κίεβο, για να με βρει. Εγώ όμως, έκανα πώς δεν ξέρω τίποτε, για να μη διαδοθεί ή φήμη μεταξύ των ανθρώπων. Έμεινε μερικές μέρες κι έφυγε με ειρήνη.
Γρήγορα λοιπόν, και με επιτυχία τελειώσαμε αυτό το θάλαμο, περιποιηθήκαμε όλους τούς αρρώστους και πήγαμε σ’ άλλον, έπειτα σε άλλον και σε άλλον και τέλος στο θάλαμο αναρρώσεως. Εκεί ή Δέσποινα, αφού τούς ευλόγησε όλους τούς παροτρύνε να έχουν πίστη στο Θεό, υπακοή στην Εκκλησία και να αγωνίζονται για τη σωτηρία του πλησίον τους. Στη συνέχεια επισκέφτηκε όλα τα συντάγματα, όπου ευλόγησε και παρηγόρησε όλους τους φιλόχριστους στρατιώτες. Επισκέφτηκε ακόμη τη Σεβαστούπολη, τη Συμφερούπολι, το Μπαχτσισαράι και το Καρασουμπαζάρι, κοντά στο μαύρο ποταμό, όπου οι στρατιώτες μας ήταν στα χαρακώματα.
Έπειτα απ’ όλα αυτά επιστρέψαμε στο Κίεβο. Μπήκαμε στο κελί μου και ή άγια μεγαλομάρτυς Βαρβάρα είπε:
—Είναι μία μετά τα μεσάνυχτα. Προσευχηθήκαμε στον Κύριο και βάλαμε τρεις μετάνοιες.
—Να τα θυμάσαι όλα αυτά, μου είπε τότε ή Δέσποινα μην τα ξεχάσεις, θα σου χρειαστούν. Όταν έλθει ό καιρός, το Πνεύμα το Άγιο θα έμπνευση τις ψυχές και καρδιές πολλών ανθρώπων, ανδρών και γυναικών διαφόρων ηλικιών, τάξεων, αξιωμάτων και θρησκευμάτων να έλθουν σ’ εσένα. Μην αρνηθείς τη βοήθειά σου σ’ αυτούς και μην απεχθάνεσαι κανέναν, επειδή κεφαλή όλων είναι ό Χριστός και όλοι είναι δικά Του μέλη. Να υπηρέτης με αγάπη το Θεό και τον πλησίον να συμπονάς όλους, να παρηγορείς τούς βασανισμένους και απελπισμένους ανθρώπους. αφού και εσύ έχεις περάσει πολλά να έχεις ταπεινοφροσύνη και υπομονή και να ευχαριστείς για όλα τον Κύριο. Φρόντισε να εκτελείς πιστά το καθήκον σου επειδή γι’ αυτό το έργο σε κάλεσε. Ή ειρήνη τού Θεού να είναι μαζί σου», μου ευχήθηκε και με σταύρωσε τρεις φορές.
Τότε έκθαμβος είδα την Κυρία Θεοτόκο με τις δύο αγίες, όχι πια με απλά και φτωχικά. αλλά μέσα σε δόξα, ομορφιά κι ολόλαμπρο φως πού δεν μπορεί να τα περιγράψει ή ανθρώπινη γλώσσα.
Ζήτησα τις ευχές και το έλεος της Δέσποινας για μένα και για όλα τα έργα μου, καθώς και των δύο μεγαλομαρτύρων Βαρβάρας και Αλεξάνδρας.
—Ξέρουμε την αδυναμία σου, μου απάντησαν εκείνες, γι’ αυτό να καταφεύγεις στον Κύριο και στην Παναγία Δέσποινα Θεοτόκο, πού είναι ή μητέρα όλων και δίνει τη σκέπη, τη Χάρι και την παρηγοριά. Έχεις διαβάσει στους βίους μας, πώς υπομείναμε τα βάσανα από το διάβολο και τούς υπηρέτες του για την αγάπη του Χριστού. Είδες πώς ό Κύριος των δυνάμεων δοξάσθηκε στ αδύνατα γυναικεία σώματά μας και στις ροές του αίματος μας. Αλήθεια, θαυμαστός είναι ό Κύριος εν τοις άγίοις αυτού! Αμήν.
Ή Δέσποινα μού έδωσε και πάλι την ειρήνη και εύλογία και βγήκε από το κελί μου μαζί με τις δύο άγιες- τις συνοδέυσα λίγο κι εγώ.
—Στην εκκλησία τελείται ή πρωινή δοξολογία του Θεού.
Αυτά ήταν τα τελευταία λόγια της Παναγίας…
Καθώς επέστρεφα στο κελί, σκεπτόμουν πόσο αφηρημένος ήμουν, ώστε από την έκπληξη μου δεν άναψα το κερί, ενώ ήταν νύκτα. Μόλις μπήκα όμως, είδα το κελί μου πολύ φωτισμένο το κερί ήταν στη θέση του, αλλά σβηστό κι όμως, το φώς στο δωμάτιό μου ήταν λαμπερό. Πόσο φτωχός ήμουν στο μυαλό, πού δεν μπορούσα τότε να καταλάβω… Θεωρώ τώρα και θεωρούσα πάντα τον εαυτό μου ανόητο σε όλα. Ό Κύριος και Θεός μου, ή Παναγία μήτε ρα Του και όλοι οι άγιοι δείχνουν σε μένα τα μεγάλα τους ελέη και τη Χάρι τους, μα εγώ είμαι αχάριστος σ’ αυτούς. Φόρεσα το μανδύα και πήγα στην εκκλησία. Ήταν δύο ή ώρα τα μεσάνυχτα» (Ο Στάρετς Ιωνάς του Κιέβου, σελ. 55)
Γράφει ο αείμνηστος π. Κοσμάς Γρηγοριάτης: “Βρισκόμουν σε περιοδεία καί πριν μπω στην πόλη Λικάσι 15 χιλιόμετρα έξω, σταματήσαμε μέ άλλα δύο αυτοκίνητα, στη μέση του δρόμου, πού είχε κλείσει από τον πολύ κόσμο. Περισσότερα από 500 άτομα έτρεχαν πάνω-κάτω τρομαγμένα.
Σε λίγο βρέθηκαν μπροστά μου τέσσερις ιθαγενείς, κατακόκκινοι καί λουσμένοι στον ιδρώτα, κρατώντας στούς ώμους τους τό φέρετρο ενός παιδιού. Από πίσω ακολουθούσε τό πλήθος μέ αλαλαγμούς καί φόβο. Κατευθυνόταν προς τό μέρος μας μέ γρήγορο καί σταθερό βήμα. Ξαφνικά μια ορατή δύναμη τούς έσπρωξε όλους πλαγίως δεξιά.
Έτσι τούς έβγαλε από τό δρόμο πού οδηγούσε προς τό νεκροταφείο. Αυτοί επέμεναν να συνεχίσουν, οπότε τούς έφερε 2-3 γύρους στον ίδιο τόπο μέ πολύ μεγάλη ταχύτητα. Τό δε σπουδαίο ήταν, ότι η κάσα φαινόταν σαν καρφωμένη στούς ώμους τους. Τέλος τούς γύρισε προς τά σπίτια καί πάλι στη χαράδρα καί στο δρόμο κ.ο.κ. Ρώτησα τρεις ανθρώπους σε διαφορετικά σημεία και οι τρεις μού απάντησαν τρομαγμένοι: “Πάτερ, είναι μάγια στη μέση”. Ζήτησα από τον ηλικιωμένο οδηγό μας περισσότερες εξηγήσεις καί μού απάντησε καί αυτός τρομαγμένος:
- Πάτερ, από μικρό παιδί άκουγα γι’ αυτό τό είδος της μαγείας καί δεν τό πίστευα να τώρα τό βλέπω καί είναι αλήθεια. Ο πατέρας του πήγε στο μάγο καί τού ζητεί σε να κάνει τά μάγια του, ώστε να αποκαλυφθεί ποιός έκανε μάγια καί σκότωσε τό παιδί του. Τώρα ο νεκρός έτσι έλεγε ο ιθαγενής οδηγός δεν αφήνει τούς ανθρώπους να τον μεταφέρουν στο νεκροταφείο, μέχρι πού θα τούς οδηγήσει μπροστά στον άνθρωπο, πού έγινε αιτία να πεθάνει. Όταν τιμωρηθεί ο αίτιος, δηλαδή πεθάνει, τότε θα είναι ελεύθεροι οι άνθρωποι να μεταφέρουν τό νεκρό στον τάφο.
-Καλά, του λέω, καί αυτοί πού βασανίζονται κρατώντας την κάσα στην πλάτη τους, πού τούς σέρνει δεξιά καί αριστερά, γιατί δεν την αφήνουν κάτω;
-Δεν μπορούν, είναι σαν κολλημένη στούς ώμους τους, αλλά εκτός αυτού θέλουν καί αυτοί να βοηθήσουν τον πατέρα να βρει τον αίτιο τού θανάτου τού παιδιού του. Σε άλλη περίπτωση άφησαν τό φέρετρο καί αυτό περπατούσε μόνο του, ως ότου έφθασε στο σπίτι του ανθρώπου πού είχε κάνει τά μάγια...
Μετά από λίγες μέρες ξαναπέρασα από τό χωριό. Ήθελα να μάθω τά αποτελέσματα της υποθέσεως, διότι είδα μέ τά μάτια μου τη δύναμη τού σατανά, τό πώς κλωθογύριζε όλο τό χωριό. Όμως, είπα καί μέσα μου, μπορεί να είναι μασκαρέματα των επιτηδείων. Τό αποτέλεσμα ήταν τό εξής: Τό φέρετρο, μετά από πολλές διαδρομές, φεύγει στον αέρα προς τά εμπρός, όπως μού τό διηγήθηκαν, καί κοπάνισε στο κεφάλι μια γυναίκα,η οποία έπεσε νεκρή. Αυτή θεωρήθηκε από όλους ως υπαίτια τού θανάτου τού παιδιού. Αυτό τό επιβεβαίωσε καί ο μάγος. Έτσι τά μάγια των μάγων τελείωσαν μέ δύο θύματα (χωρίς να είναι σίγουρη η ενοχή τού δευτέρου προσώπου).(Ο ιεραπόστολος του Ζαΐρ π. Κοσμάς Γρηγοριάτης, σελ 107)
«Κάποτε προσευχόμουνα για μία εξαδέλφη μου πολύ πονεμένη. Αυτή, όμως, είχε μπλέξει με τη μαγεία. Η προσευχή μου ήταν θερμή και επίπονη. Ξεπέρασα κάθε όριο, παρακαλώντας: «Χριστέ μου, για το αίμα που έχυσες πάνω στο σταυρό, ελέησε κι αυτήν την ψυχή!». «Μα ξαφνικά έφαγα έναν μπάτσο, που ήταν όλος δικός μου! Ο Θεός όλα τα ανέχεται, αλλά τη μαγεία… μακριά!
«Επιχείρησα άλλη μια φορά κάτι τέτοιο και ερέθισα την οργή του Θεού. Αλλά πρόλαβα και ζήτησα συγγνώμη. Έτσι δεν έφαγα τον μπάτσο. Αυτά τα πράγματα είναι φόβος και τρόμος».
«Όταν ο άνθρωπος είναι καθαρός, τα μάγια δεν πιάνουν: Και ακαθαρός εννοώ όταν λειτουργείται, όταν εξομολογείται, όταν μεταλαμβάνει συχνά».
«Κάποτε πέρασε ένας νέος, ο Ν., και μου είπε: - Γέροντα, μου έκανε κάποιος στρατιώτης μάγια, και τώρα δεν μπορώ να παντρευτώ την Ε.
- Πήγαινε, του λέω, στον παπα- Χαράλαμπο τον Βασιλόπουλο. Αυτός γνωρίζει από μάγια. Πραγματικά, πήγε να τον συμβουλευτεί, κι εκείνος τον ρώτησε: - Τον καιρό που σου καναν τα μάγια, κοινωνούσες; - Όχι. – Γι’ αυτό, παιδί μου, σ’ έπιασαν τα μάγια». Ύστερα από έξι χρόνια, ήρθε πάλι να με δει. – Τι γίνεσαι, Ν.; τον ρωτάω. Πήρες την Ε.; - Ούτε εγώ παίρνω άλλην, μου απαντάει, ούτε εκείνη άλλον».
(Γέροντας Εφραιμ Κατουνακιώτης σελ. 76,285)
(αγ. Ιωάννου Χρυσοστόμου, ΕΠΕ, τόμ. 37,σελ.59-63)
Ας συνεχίσωμε να μιλάμε γι’ αυτόν [τον αυτοκράτορα Ιουλιανό] κι ας μην του αξίζει. Κι έπειτα όπου γίνεται λόγος για τους μάρτυρες εκεί υπάρχει ντροπή για τους ειδωλολάτρες. Ο βασιλιάς αυτός λοιπόν ανέβαινε στη Δάφνη και συχνά ενοχλούσε τον Απόλλωνα παρακαλώντας, ικετεύοντας, εκλιπαρώντας τον, να του δώση κάποιο χρησμό για το μέλλον του. Τι έκανε λοιπόν ο μάντης, ο μεγάλος θεός των ειδωλολατρών;
Οι νεκροί μ’ εμποδίζουν, είπε, να λαλήσω, γι’ αυτό σπάσε τα μνημεία, βγάλε τα οστά, πήγαινε τους σ’ άλλον τόπο. Τι πιο ανόσιο πρόσταγμα μπορούσε να γίνη;...Κι’ ότι αυτά ήταν δικαιολογία και πρόφαση κι’ ότι φοβόταν τον μακάριο Βαβύλα, είναι φανερό απ’ όσα έπραξε ο βασιλιάς.Γιατί άφησε όλους τους άλλους νεκρούς και μετακίνησε εκείνο μόνο τον μάρτυρα.Κι’ είναι φανερό πως αν τον αποστρεφόταν, κι’ αν δεν τα έκανε αυτά από φόβο, έπρεπε να προστάξη να κομματιάσουν τη λειψανοθήκη, να την πετάξουν στη θάλασσα, να την στείλουν στην έρημο, μ’ ένα κάποιο τρόπο καταστροφής να την εξαφανίσουν.Αυτό θάκανε αν ένοιωθε αποστροφή. Έτσι έκανε ο Θεός όταν μιλούσε στους Εβραίους για τα συχαμερά είδωλα των εθνών. Πρόσταξε να συντρίψουν τ’ αγάλματά τους, κι’ όχι να μεταφέρουν τα βρωμερά είδωλα από τα προάστεια στις πολιτείες.
Ο μάρτυρας [ιερομάρτυρας Βαβύλας] λοιπόν μεταφερόταν, μα ο θεός τους ούτε έτσι δεν ησύχαζε, αλλά μάθαινε τώρα ότι το να μετακινήση τα οστά του μάρτυρα είναι δυνατό, αλλά το να ξεφύγη από τα χέρια του μάρτυρα είναι αδύνατο.
Γιατί καθώς μεταφερόταν η λειψανοθήκη στην πόλη, έπεφτε κεραυνός από τον ουρανό στην κεφαλή του ξοάνου και κατάκαιε τα πάντα [στο ναό του θεού Απόλλωνα].Τότε βέβαια, αν όχι πιο πριν, ήταν φυσικό να οργισθή ο ασεβής βασιλιάς [αυτοκράτορας Ιουλιανός ο Παραβάτης], και να ξεσπάση την οργή του στο μαρτύριο του μάρτυρος.Αλλά ούτε τότε δεν τόλμησε. Τόσο μεγάλο φόβο ένοιωθε, που έβλεπε την πυρκαγιά ν’ απλώνεται επικίνδυνα, ήξερε καλά την αιτία της, αλλά καθόταν ήσυχος.Και δεν είναι μόνο αυτό θαυμαστό, ότι δεν κατάσκαψε το μαρτύριο, αλλά ότι δεν ετόλμησε ούτε τη στέγη να ξαναβάλη πάλι στο ναό. Ήξερε δηλαδή, ήξερε ότι το χτύπημα το έστειλε ο Θεός και φοβόταν μη σκεφθή κάτι περισσότερο και προκαλέση τη φωτιά πάνω στο δικό του κεφάλι.Γι’ αυτό ανεχόταν να βλέπη το ναό του Απόλλωνος να έχη πέσει σε τόση ερημιά. Γιατί δεν υπήρχε καμιά άλλη αιτία να μη διορθώση αυτό που είχε γίνει, παρά μόνο ο φόβος.Από φόβο καθόταν ήσυχος χωρίς να θέλη, και μάλιστα ξέροντας πόση ντροπή αφήνει νάχη ο θεός Απόλλων και πόση τιμή στον μάρτυρα.Γιατί και τώρα ακόμα στέκονται οι τοίχοι σαν τρόπαια και φωνάζουν πιο δυνατά κι από σάλπιγγα, σ’ αυτούς που βρίσκονται στη Δάφνη, σ’ αυτούς που είναι στην πόλη, σ’ αυτούς που έρχονται από μακρυά, στους σύγχρονους, σ’ όσους θάρθουν μετά από μας, όλα τα μαθαίνει κανείς όταν βλέπη τους τοίχους αυτούς, την πάλη, τη συμπλοκή, τη νίκη του μάρτυρα.