Επαίτες
τι μηχανεύονται;
Ο φτωχός δικαιούται να ελεήται, αφού έφτασε σε τόσο μεγάλη ανάγκη. Εμείς όμως είμαστε άξιοι μυρίων τιμωριών, διότι εξαναγκάζουμε τους φτωχούς να πάσχουν. Αν, δηλαδή, εύκολα τον φτωχό τον σπλαχνιζόμασταν, ποτέ εκείνος δεν θα προτιμούσε να υποφέρη τα πάνδεινα. Και δεν αναφέρω απλώς, ότι αναγκάζονται να γυρίζουν γυμνοί και φοβισμένοι. Θα αναφέρω κάτι πολύ φρικώδες. Μερικοί έφτασαν να τυφλώσουν τα παιδιά τους, όσο βρίσκονταν σε μικρή ηλικία, για να συγκινήσουν τη δική μας αναισθησία... Επειδή δεν μάθατε να σπλαχνίζεστε τη φτώχεια, αλλά και ηδονίζεστε με τις συμφορές των φτωχών, εκείνοι ικανοποιούν την αρρωστημένη επιθυμία σας, ανάβοντας έτσι φοβερότερη τη φλόγα της κολάσεως και για τον εαυτό τους και για σας.
Ε.Π.Ε. 18,610-612
έξω από το ναό
Τι πιο ευτελές από τους ζητιάνους; Και όμως και αυτοί καλύπτουν μεγάλη ανάγκη της Εκκλησίας, όταν στέκουν στις πόρτες του ναού και δίνουν ωραίο στολισμό. Χωρίς αυτούς δεν θα ήταν ολοκληρωμένο το πλήρωμα της Εκκλησίας.
Ε.Π.Ε. 18α,292
χριστέμποροι
Αν οι χριστιανοί σκανδαλίζωνται, πολύ περισσότερο οι έξω της Εκκλησίας. Βρίσκουν πολλές κατηγορίες και αφορμές, σαν βλέπουν άνθρωπο, που είναι υγιής, να ζητιανεύη και να έχη την ανάγκη των άλλων για να ζήση. Γι’ αυτό μας αποκαλούν και χριστεμπόρους.
Ε.Π.Ε. 25,236
αναγκάζονται να ζητιανεύουν
Όταν αναγκάζεται απ’ τη φτώχεια του να ζητιανεύη, και βρίζεται επειδή ζητιανεύει, σκέψου πόση η τιμωρία αυτών που βρίζουν. «Εκείνος που ευτελίζει φτωχό, παροργίζει εκείνον, που τον δημιούργησε» (Παροιμ. ιδ' 21).
Ε.Π.Ε. 23,98
αναιδείς
Δεν μιλάω για τους αισχρούς ζητιάνους. Μιλάω για τους πιστούς, που στερούνται τα αναγκαία και αναγκάζονται να ζητιανεύουν.
Ε.Π.Ε. 23,98
Επανάληψις
των αυτών
Είναι ασφάλεια το να ακούτε το ίδιο πράγμα, και τα ίδια λόγια για το ίδιο πράγμα. Ας μη δυσανασχετή κανείς, ούτε να ενοχλήται, αν συμβαίνη να λέμε για το ίδιο θέμα τα ίδια και πάλι. Και αν ακόμα πίστευα, ότι ακούγοντάς τα μια φορά, θα αποβάλατε την αρρώστια της ψυχής, και τότε δεν θα έπρεπε να σταματήσω, αλλά θα έπρεπε να σας μιλήσω επανειλημμένα για το ίδιο θεμα, ώστε να καταστήσω μόνιμη και σταθερή την πευματική σας υγεία, και σας τους ίδιους να σας κάνω δυσκολοκατάβλητους, ώστε να μη ξαναπέσετε στα ίδια. Πολύ περισσότερο τώρα, που υποψιάζομαι, ότι μερικοί ακροατές έχουν ακόμα λείψανα του κακού. Είναι αναγκαία και δικαιολογημένη η επανάληψις των αυτών.
Ε.Π.Ε. 34,582
Επαφρόδιτος
συστρατιώτης του Παύλου
Το να ονομάση τον Επαφρόδιτο αδελφό και συνεργάτη, και να μη περιοριστή μόνο σ’ αυτό, αλλά να προσθέση και συστρατιώτη, φανερώνει τη μεγάλη συμμετοχή του στους κινδύνους. Αποδίδει και σ’ εκείνον όσα ακριβώς και στον εαυτό του.
Ε.Π.Ε. 21,594
«Επείνασα...»
μικρά ζητάει ο θεός, μεγάλα δίνει
Σκέψου, ότι για μικρά πράγματα θα βρεθούμε στην κόλασι: Για μια στέγασι, για λίγα ρούχα, για μερικά ψωμιά, για λίγο δροσερό νερό, για μια επίσκεψι.
Ε.Π.Ε. 12,212
πώς ο Χριστός πεινάει και διψάει!
Ο Πατέρας δεν λυπήθηκε για σένα τον Υιό Του, τον γνήσιο και μοναδικό. Και συ περιφρονείς αυτό τον Υιό, αν και λειώνη από την πείνα, ενώ τόσα σπάταλας από τα λεγόμενα δικά σου για τον εαυτό σου;... Λέει ο Χριστός: Νήστεψα για σένα, και πάλι πεινάω για σένα. Δίψασα κρεμασμένος πάνω στο Σταυρό, διψάω για τους φτωχούς, ώστε με όλα να σε προσελκύσω κοντά μου, να σε κάνω φιλάθρωπο για τη δική σου σωτηρία.
Ε.Π.Ε. 17,266
φυλακισμένος, μας απελευθέρωσε
Και όταν βρεθώ στη φυλακή, δεν σε αναγκάζω να με απελευθερώσης. Ένα μόνο ζητώ, να έρθης να με δης, που είμαι για σένα δεμένος... Μολονότι εγώ σε λευτέρωσα από φοβερά δεσμά. Σε μένα όμως αρκεί, αν θελήσης, να με επισκεφτής στη φυλακή.
E.Π.E. 17,268
H εις Άδου κάθοδος του Κυρίου († Αρχ. Γεώργιος Καψάνης, Προηγούμενος Ι. Μ. Γρηγορίου Αγίου Όρους)
Όπως λένε οι άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας μας, ο Κύριος κατά το διάλειμμα της τριημέρου Ταφής Του, την οποία σήμερα εορτάζουμε, έπρεπε να ολοκληρώσει το έργο Του. Έπρεπε να ευαγγελισθεί την σωτηρία και να ελευθερώσει από τα δεσμά του διαβόλου και αυτούς που είναι στον Άδη.
Και γι’ αυτό κατήλθε η παναγία Του ψυχή στον Άδη και «τοις εν φυλακή πνεύμασι πορευθείς εκήρυξεν» (Α’ Πετρ. 3:19), κατά τον άγιο Απόστολο Πέτρο. Και εκεί τον ανέμεναν. Όπως τον ανέμεναν οι ζωντανοί άνθρωποι να τους ελευθερώσει από τον διάβολο και από τον θάνατο, έτσι τον ανέμεναν εκεί και οι πεθαμένοι απ’ αιώνων άνθρωποι, να τους ελευθερώσει και αυτούς.
Και γι’ αυτό ο Κύριος με πολλή φιλανθρωπία, από αγάπη, κατέβηκε προς τον σκοτεινό Άδη και εκεί έλαμψε το φως του Προσώπου Του και φώτισε και παρηγόρησε και αυτούς τους ανθρώπους, που ήσαν αδίκως κρατούμενοι υπό του διαβόλου.
***
Βλέπουμε λοιπόν πάλι την μεγάλη αγάπη του Υιού του Θεού και Θεού μας, ο οποίος κανένα δεν άφησε που να μην ευεργετήσει με τον σταυρικό Του Θάνατο και με την αγία Του Ανάσταση. Αλλά βλέπουμε και την άκρα ταπείνωσή Του, διότι καταδέχθηκε, ενώ ήταν Θεός προαιώνιος, όχι μόνο να γίνει άνθρωπος, όχι μόνο να πάθει τα φρικτά Πάθη, τα οποία ζήσαμε αυτές τις άγιες ημέρες, και να υπομείνει τον σταυρικό Θάνατο σαν να ήταν ο τελευταίος κακούργος, αλλά και αυτή την ταπείνωση δέχθηκε, να μπει νεκρός στον Τάφο.
Είναι αλήθεια ότι αυτή η τριήμερος Ταφή του Κυρίου, κατά την οποία το Σώμα Του τοποθετήθηκε στον τάφο όπως ενός οποιουδήποτε κοινού ανθρώπου, δείχνει με πόση ταπείνωση μας παραδόθηκε ο Θεός.
Ήξερε ότι εμείς θα τον κακοποιούσαμε, αλλά επειδή μας αγαπούσε, δέχθηκε και να τον κακοποιήσουμε, δέχθηκε και να τον θανατώσουμε, δέχθηκε και να τον βάλουμε στον τάφο. Νομίζω, ότι δεν υπάρχει μεγαλύτερη ταπείνωση που μπορούσε ο Θεός να δεχθεί από αυτήν που σήμερα εορτάζουμε· την τριήμερο ολόσωμο Ταφή Του.
Είναι μεγαλύτερη ταπείνωση και από τον σταυρικό Θάνατό Του, διότι στον σταυρικό θάνατο είχε τις αισθήσεις Του, ήλεγχε την κατάσταση, αλλά εκεί πλέον στον τάφο νεκρός παρεδόθη ο Κύριος και ετάφη και τον κάλυψε η πλάκα του τάφου.
***
Έτσι με την μεγάλη αυτή ταπείνωση, που δεν υπάρχει μεγαλύτερη απ’ αυτήν, διόρθωσε τον μεγάλο εγωισμό τον δικό μας. Διότι εκείνο που χώρισε τον άνθρωπο από τον Θεό και τον άνθρωπο από τον άνθρωπο ήταν ο εγωισμός.
Ο Κύριος, για να θεραπεύσει τον μεγάλο εγωισμό τον δικό μας, που έφθασε τόσο ψηλά, ώστε και τον ίδιο τον Θεό, τον Πατέρα τον Ουράνιο, να προδώσει ο άνθρωπος, έπρεπε σαν αντίβαρο να φθάσει στο άλλο άκρο, στην μεγαλύτερη ταπείνωση που μπορούσε να φθάσει ο άνθρωπος. Και σ’ αυτήν την ταπείνωση έφθασε ο Θεάνθρωπος Κύριός μας.
Και έτσι με την μεγαλύτερη ταπείνωση, με την ύψιστη ταπείνωση την δική Του, που έδειξε ο Κύριος, διόρθωσε τον δικό μας ύψιστο εγωισμό και βοηθάει και εμάς τώρα να γίνουμε όχι άνθρωποι του εγωισμού αλλά άνθρωποι της ταπεινοφροσύνης.
Πρέπει λοιπόν, αδελφοί μου, εάν θέλουμε να αναστηθούμε σε μία νέα ζωή σαν Χριστιανοί, ζωή πίστεως, αγάπης, προσευχής, πρέπει να μπούμε και εμείς σ’ ένα μνήμα. Αυτό το μνήμα είναι το μνήμα της ταπεινοφροσύνης. Εκεί να θάψουμε τον εγωισμό μας, για να αναστηθούμε μαζί με τον Χριστό σε μία νέα ζωή.
Μακάρι η σημερινή ημέρα να είναι και για μας μία ημέρα που θα πάρουμε απόφαση να αγαπήσουμε τον Χριστό, να αγωνισθούμε κατά του εγωισμού μας και των παθών μας και να ζητήσουμε από τον Κύριο να μας δώσει, και με τον δικό μας καθημερινό αγώνα, αυτή την νέα ζωή που δίνει σε όλους τους δικούς Του αφοσιωμένους και ταπεινούς υιούς Του.
(Από το βιβλίο: † Αρχιμανδρίτου Γεωργίου, “Ομιλίες σε Εορτές του Τριωδίου και περί αρετών (των ετών 1981-1991)” Γ’. Έκδ. Ι.Μ. Οσίου Γρηγορίου, Άγιον Όρος 2017, σ. 192)
Του εν αγίοις Πατρός ημών Ιωάννου του Χρυσοστόμου,
Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως
ο Κατηχητικὸς εἰς τὸ ἅγιον Πάσχα
Εἴ τις εὐσεβής καί φιλόθεος, ἀπολαυέτω τῆς καλῆς ταύτης καί λαμπρᾶς πανηγύρεως.
Εἴ τις εὐγνώμων, εἰσελθέτω χαίρων εἰς τήν χαράν τοῦ Κυρίου αὐτοῦ.
Εἴ τις ἔκαμε νηστεύων, ἀπολαυέτω νῦν τό δηνάριον.
Εἴ τις ἀπό τῆς πρώτης ὥρας εἰργάσατο, δεχέσθω σήμερον τό δίκαιον ὄφλημα.
Εἴ τις μετά τήν τρίτην ἦλθεν, εὐχαρίστως ἑορτασάτω.
Εἴ τις μετά τήν ἕκτην ἔφθασε, μηδέν ἀμφιβαλλέτω˙ καί γάρ οὐδέν ζημειοῦται.
Εἴ τις ὑστέρησεν εἰς τήν ἐνάτην, προσελθέτω, μηδέν ἐνδοιάζων.
Εἴ τις εἰς μόνην ἔφθασε τήν ἐνδεκάτην, μή φοβηθῆ τήν βραδύτητα˙
φιλότιμος γάρ ὤν ὁ Δεσπότης, δέχεται τόν ἔσχατον καθάπερ καί τόν πρῶτον˙
ἀναπαύει τόν τῆς ἐνδεκάτης, ὡς τόν ἐργασάμενον ἀπό τῆς πρώτης˙
καί τόν ὕστερον ἐλεεῖ καί τόν πρῶτον θεραπεύει˙ κακείνω δίδωσι καί τούτω χαρίζεται˙
καί τά ἔργα δέχεται καί τήν γνώμην ἀσπάζεται˙ καί τήν πρᾶξιν τιμᾶ καί τήν πρόθεσιν
ἐπαινεῖ. Οὐκοῦν εἰσέλθετε πάντες εἰς τήν χαράν τοῦ Κυρίου ὑμῶν˙
καί πρῶτοι καί δεύτεροι τόν μισθόν ἀπολαύετε. Πλούσιοι καί πένητες
μετ’ ἀλλήλων χορεύσατε˙ ἐγκρατεῖς καί ράθυμοι τήν ἡμέραν τιμήσατε˙
νηστεύσαντες καί μή νηστεύσαντες, εὐφράνθητε σήμερον. Ἡ τράπεζα γέμει,
τρυφήσατε πάντες. Ὁ μόσχος πολύς, μηδείς ἐξέλθη πεινῶν. Πάντες ἀπολαύσατε
τοῦ συμποσίου τῆς πίστεως˙ πάντες ἀπολαύσατε τοῦ πλούτου τῆς χρηστότητος.
Μηδείς θρηνείτω πενίαν˙ ἐφάνη γάρ ἡ κοινή Βασιλεία. Μηδείς ὀδυρέσθω πταίσματα˙
συγνώμη γάρ ἐκ τοῦ τάφου ἀνέτειλε. Μηδείς φοβείσθω θάνατον˙
ἠλευθέρωσε γάρ ἡμᾶς ὁ τοῦ Σωτῆρος θάνατος. Ἔσβεσεν αὐτόν, ὑπ’ αὐτοῦ κατεχόμενος.
Ἐσκύλευσε τόν ἅδην ὁ κατελθών εἰς τόν ἅδην. Ἐπίκρανεν αὐτόν, γευσάμενον τῆς σαρκός
αὐτοῦ. Καί τοῦτο προλαβών Ἠσαϊας ἐβόησεν˙ ὁ ἅδης φησίν, ἐπικράνθη,
συναντήσας σοι κάτω.
Ἐπικράνθη˙ καί γάρ κατηργήθη.
Ἐπικράνθη˙ καί γάρ ἐνεπαίχθη.
Ἐπικράνθη˙ καί γάρ ἐνεκρώθη.
Ἐπικράνθη˙ καί γάρ καθηρέθη.
Ἐπικράνθη˙ καί γάρ ἐδεσμεύθη.
Ἔλαβε σῶμα καί Θεῶ περιέτυχεν.
Ἔλαβε γῆν καί συνήντησεν οὐρανῶ.
Ἔλαβεν ὅπερ ἔβλεπε καί πέπτωκεν ὅθεν οὐκ ἔβλεπε.
Ποῦ σου, θάνατε, τό κέντρον;
Ποῦ σου, ἅδη, τό νῖκος;
Ἀνέστη Χριστός καί σύ καταβέβλησαι.
Ἀνέστη Χριστός καί πεπτώκασι δαίμονες.
Ἀνέστη Χριστός καί χαίρουσιν ἄγγελοι.
Ἀνέστη Χριστός, καί ζωή πολιτεύεται.
Ἀνέστη Χριστός καί νεκρός οὐδείς ἐπί μνήματος.
Χριστός γάρ ἐγερθείς ἐκ νεκρῶν, ἀπαρχή τῶν κεκοιμημένων ἐγένετο.
Αὐτῷ ἡ δόξα καί τό κράτος εἰς τούς αἰώνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
(Ελληνική Πατρολογία J.-P.Migne,Τ.59, σελ.721-724)
-Γέροντα, όταν προγραμματίζω να αγρυπνήσω στο κελλί και
παρουσιάζεται κάποιο εμπόδιο, τί φταίει;
-Για να επιτρέψει ό Θεός εμπόδιο, κάτι καλύτερο θα βγει.
-Και όταν, Γέροντα, αυτό γίνεται συνέχεια;
-Τότε θα υπάρχει υπερηφάνεια.
-Δεν καταλαβαίνω, Γέροντα, να υπάρχει υπερηφάνεια.
-Κοίταξε, εξαρτάται και από το πώς τοποθετείς τα πράγματα.
Αν βάζεις πρώτα τις δουλειές και ύστερα την προσευχή,
δίνεις δικαίωμα στον πειρασμό και σου φέρνει εμπόδια.
Αλλά, όταν κάποιος δίνει μεγαλύτερη άξια στις δουλειές
απ’ ό,τι στα πνευματικά, αυτό δεν έχει μέσα υπερηφάνεια;
Και υπερηφάνεια έχει και ανευλάβεια.
-Γέροντα, τί κάνει ο πειρασμός για να εμποδίσει κάποιον να προσευχηθεί;
-Τί κάνει; Βρίσκει χίλιους δύο τρόπους. Μόλις αρχίσει ο άνθρωπος
την προσευχή, μπορεί να του φέρει μετεωρισμό η προσπαθεί
να διασκορπίσει τον νου του με φαντασίες, θορύβους κ.λπ.
Να δεις τί γινόταν, όταν ήμουν στην Μονή Στομίου!
Ένα βράδυ είχα πάει να προσευχηθώ μέσα στον ναό. Η πύλη του μοναστηριού
ήταν κλειστή και στην πόρτα του ναού είχα βάλει το μάνταλο.
Κατά τα μεσάνυχτα άρχισε το ταγκαλάκι να χτυπάει το μάνταλο συνέχεια
«κρίκι-κρίκι» και δεν σταματούσε, για να με κάνει να πάω να δω τί συμβαίνει.
Μπήκα στο Ιερό, για να μην ακούω, και εκεί, πίσω από την Αγία Τράπεζα,
κοντά στον Εσταυρωμένο, έμεινα μέχρι το πρωί.
Ο Σταυρός του Χριστού έχει μεγάλη δύναμη. Όταν ήμουν δόκιμος μοναχός,
με πολεμούσαν πολύ τα ταγκαλάκια. Το βράδυ, που ήμουν στο κελλί,
μου χτυπούσαν συνεχώς την πόρτα και, έλεγαν: «Δι’ ευχών των Αγίων Πατέρων».
Άνοιγα την πόρτα και, παρόλο που δεν έβλεπα κανέναν, με έπιανε φόβος μετά,
δεν με χωρούσε ο τόπος μου ήταν αδύνατον να μείνω μέσα στο κελλί.
Υπέφερα, έκλαιγα, έκανα προσευχή, τίποτε. Έβγαινα έξω ένα βράδυ,
μετά το Απόδειπνο, με βλέπει έξω ένας Προϊστάμενος της Μονής
«Παιδί μου, μου λέει, γιατί δεν πάς στο κελλάκι σου; Βλέπεις κανέναν Πατέρα
να γυρνάει έξω; Οι Πατέρες κάνουν προσευχή στα κελλιά τους».
Άρχισα να κλαίω και του είπα τί συμβαίνει. Μου φέρνει τότε λίγο Τίμιο Ξύλο
σε ένα κεράκι και μου λέει: «Πήγαινε, παιδί μου, ήσυχος τώρα στο κελλί σου».
Μόλις έκλεισα την πόρτα, άκουσα αμέσως δυνατά: «Δι’ ευχών των Αγίων Πατέρων».
«Αμήν», είπα. Ανοίγει η πόρτα και μπαίνει ένας Αστυνομικός με πλήρη στολή.
Τα γαλόνια τα φορούσε λοξά στο μανίκι, όπως παλιά οι αστυνομικοί, και,
άρχισε να φωνάζει: «Έ, παλιοκαλόγερε, εσύ αδιάβαστος,
τί το έχεις αυτό το ξύλο;». Και άρχισε να γελάει με το... «γλυκό» του γέλιο.
Φώναξε, αλλά δεν μπορούσε να πλησιάσει, γιατί είχα το Τίμιο Ξύλο.
«Κύριε Ιησού Χριστέ», φώναξα, και έγινε καπνός.
(Λόγοι Παϊσίου, τόμος ς΄, Περί προσευχής, Εκδ. Ιερού Ησυχαστηρίου
"Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος", σελ.61-63)
547. Τιμώντας τους Αγγέλους και του Αγίους, ενισχύουμε την πίστι μας στη μέλλουσα ζωή. Συνειδητοποιούμε το οτι μας περιμένει εκεί η αντάμειψις για τις αρετές ή η τιμωρία για τις παραβάσεις του θείου νόμου. Η τιμητική προσκύνησις των Αγγέλων και των Αγίων δεν είναι λατρεία τους. Μόνο ο Θεός λατρεύεται. Είναι υψηλή υπόληψις και ταπεινή αναγνώρισις του πνευματικού μεγαλείου τους. Ωφελεί δε την ψυχή, εμπνέοντας της τη μίμησι.
548. Η παρουσία ενός Φύλακα Αγγέλου πλησίον κάθε αληθινού χριστιανού είναι απαραίτητος. Γιατί τα σώματα των χριστιανών, κατά τη μαρτυρία της Αγίας Γραφής, είναι ναοί του Αγίου Πνεύματος και οι ίδιοι οι χριστιανοί είναι μέλη του Σώματος του Χριστού, αναγεννημένοι χάρις στο λυτρωτικό του έργο. Ιδιαίτερα, γιατί μετέχουν στο Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, κοινωνώντας το Σώμα και το Αίμα του Χριστού. Η αξία του χριστιανού, ως μέλους του Χριστού και ναού του Αγίου Πνεύματος, απαιτεί οπωσδήποτε την παρουσία, δίπλα του, ενός Φύλακος Αγγέλου, σαν μεγαλύτερου αδελφού και φίλου, που τον οδηγεί στη βασιλεία του κοινού τους Κυρίου. Αν «χαρά έσται έν τω ούρανω έπί ένί άμαρτωλώ μετανοούντι.. χαρά γίνεται ενώπιον των αγγέλων του Θεού» (Λουκ. ιε’ 7, 10), μπορούμε απ’ αυτό να καταλάβουμε τι σπουδαίο μέρος παίρνουν οι Άγγελοι του Θεού στη σωτηρία μας.
(Η εν Χριστώ ζωή μου - Αγ. Ιωάννου της Κροστάνδης, εκδόσεις Παπαδημητρίου, σελ. 227-228)
545. Ο Ιησούς Χριστός ανέστη εκ νεκρών και εξήλθε του τάφου, χωρίς να αποκυλισθή ο λίθος και να φύγουν οι σφραγίδες, «φυλάξας τά σήμαντρα σῶα». Κατά ανάλογο τρόπο γεννήθηκε και από την Παρθένο Μαρία, η οποία, καθώς ψάλλει η Εκκλησία, «εν τῇ Γεννήσει τὴν παρθενίαν ἐφύλαξας». Και όπως, λίγο αργότερα, «εἰσῆλθε τῶν θυρῶν κεκλεισμένων», στο υπερώο όπου ήσαν οι Απόστολοι, έτσι εισέρχεται και στις ψυχές των πιστών, μες από το σώμα, περνώντας απ’ αυτό αόρατα και ελεύθερα. Έτσι εισέρχεται και στα σπίτια όλων. Οι τοίχοι και οι σφαλιστές πόρτες δεν μπορούν να τον εμποδίσουν.
546. Η χριστιανική ελπίδα είναι η ελπίδα της ενώσεώς μας με τον Θεό κατά τη μέλλουσα ζωή. Πολλά είναι τα μέσα που μας οδηγούν εκεί. Η αποταμιευμένη στην Εκκλησία χάρις του Θεού, η θεία λατρεία, τα Μυστήρια, η συνείδησίς μας, η αυτοκατάκρισίς μας, οι προσευχές, οι καρποί των προσευχών, οι θλίψεις που καθαρίζουν τις καρδιές, οι ασθένειες. «Αράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ» (Ματ. ιστ’ 24, Μαρκ. η’ 34). Η παρούσα ένωσίς μας που πραγματοποιείται με την προσευχή και τη συμμετοχή μας στη Θεία Ευχαριστία, μας προετοιμάζει για τη μέλλουσα, ουράνια ένωσι. Οι δωρεές του Αγίου Πνεύματος στις καρδιές των πιστών τους βεβαιώνουν γι’ αυτό. Κάθε λοιπόν ένωσις της καρδιάς εκτός από την ένωσι με τον Θεό, αποκλείεται απολύτως. Γι’ αυτό και ο Απόστολος συνιστά: «ἀπέχεσθε τῶν σαρκικῶν ἐπιθυμιῶν» (Α’ Πέτρ. β’ 11).
(Η εν Χριστώ ζωή μου - Αγ. Ιωάννου της Κροστάνδης, εκδόσεις Παπαδημητρίου, σελ. 226-227)
Κατά καιρούς, ακούμε για θανάτους ανθρώπων που σκοτώθηκαν σε διάφορα αθλήματα, ψυχαγωγικές δραστηριότητες, ακραία χόμπι κ.λπ., στα οποία ριψοκινδύνευαν τη ζωή τους με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο. Είναι πρόσφατος ο θάνατος ορειβάτη μας στα Ιμαλάια. Τι λέει ο Χριστιανισμός, όλη η Αγία Γραφή και όλοι οι άγιοι για το θέμα;
Πρώτον, η ζωή είναι ιερή, άρα όποιος την "παίζει κορόνα-γράμματα" και "φλερτάρει" με το θάνατο αμαρτάνει κατά το Χριστιανισμό. Αν τελικά σκοτωθεί, ουσιαστικά προκάλεσε μια έμμεση αυτοκτονία και έναν ακούσιο φόνο του εαυτού του, κατά τους Πατέρες της Εκκλησίας.
Δεύτερον, το σώμα μας είναι ιερό, ως Ναός του Θεού. Όταν το καταστρέφουμε, το βάζουμε σε κίνδυνο θανάσιμο άσκοπα (εκτός δηλαδή από το Μαρτύριο της πίστεως ή την αυτοθυσία για την πατρίδα ή τους άλλους), αμαρτάνουμε σοβαρότατα. Όταν μάλιστα έχουμε οικογένεια-παιδιά (όπως πέρυσι στο Αγρίνιο σε αγώνα ταχύτητας Dragster με ειδικό αμάξι, όπου είχαμε θάνατο νέου πατέρα με τρία παιδιά, ορφανά τώρα), το να ριψοκινδυνεύουμε τη ζωή μας είναι ακόμη μεγαλύτερη αμαρτία, διότι ο θάνατός μας θα προκαλέσει χηρεία και ορφάνια και θα πληρώνουν άλλοι την απερισκεψία μας!
Άρα ένας συνειδητός Χριστιανός, που ξέρει καλά τι πιστεύει, ποτέ δεν θα ασχοληθεί συστηματικά με χόμπι-άθλημα ή δραστηριότητα που θέτουν σε άμεσο και ξεκάθαρο κίνδυνο τη ζωή του. Υπάρχουν βουνά στα οποία ανεβαίνοντας δεν ρισκάρουμε την απώλεια της ζωής μας, οπότε είναι ωραίο να τα ανέβουμε και να απολαύσουμε τη φύση του Θεού. Υπάρχουν και βουνά - "δολοφόνοι", που σκοτώνουν κατά δεκάδες (150 ετησίως!!!) όσους πήγαν να τα ανέβουν και έμειναν εκεί άταφοι! Η ορειβασία σε αυτά τα βουνά δεν είναι ούτε "μαγκιά" ούτε "ηρωισμός", όπως παρουσιάζεται σε ταινίες ή ΜΜΕ, αλλά απερισκεψία για κάποιους, λάθος προτεραιότητες στη ζωή για άλλους και για άλλους εσωτερικό κενό. Μπορεί ακόμα κάποιοι να έχουν ως κίνητρο κρυφή υπερηφάνεια (του να δείχνω ότι "ξεχωρίζω από τους υπόλοιπους" και να κάνω στενό "φλερτ" με το θάνατο) και άλλοι να αποσκοπούν στην εκπλήρωση μιας μάταιης επιθυμίας ή ενός πάθους ή εμμονής καταστροφικής ή κούφιας δόξας ή προβολής.
Όλα αυτά τα πράγματα κανένα ουσιαστικό όφελος δεν έχουν για το πρόσωπο ή την κοινωνία, παρά μόνο έναν εντυπωσιασμό ότι καταφέραμε το "ακατόρθωτο". Όποιο και να ’ναι το κίνητρο, το ίδιο κάνει! Θάνατος το αποτέλεσμα! Οπότε τα λάθη αυτά πληρώνονται ακριβά, διότι με τη ζωή μας δεν παίζουμε! Οι άγιοι λένε ότι "όλα τα υπέρμετρα προέρχονται από τους δαίμονες". Το "μέτρον άριστον" είναι του Θεού. Η Αγία Γραφή λέει πως "ο μισθός της αμαρτίας είναι θάνατος". Άρα ο Χριστιανός χρειάζεται να αποφεύγει ό,τι απειλεί ξεκάθαρα τη ζωή του. Αυτό το φωνάζει και το φυσικό ένστικτο του ΦΟΒΟΥ-ΤΡΟΜΟΥ που ο ίδιος ο Θεός έβαλε μέσα μας ως αυτοπροστασία για την επιβίωση. Όποιος αδιαφορεί με "αυτοπεποίθηση" για την καμπάνα αυτή που χτυπά ο Θεός μέσω της φύσης, τον ενστικτώδη φόβο-τρόμο δηλαδή, όποιος νοιάζεται μόνο για να "ανεβάσει την αδρεναλίνη" του ή "να τα ζήσει όλα" –ρισκάροντας τελικά να μη ζήσει τίποτα αν πεθάνει- και στερείται φόβου Θεού και Πνευματικού πατέρα να τον συμβουλέψει, αυτός επιλέγει συνειδητά τον ενδεχόμενο θάνατο!
Η ασφαλής ψυχαγωγία είναι ευλογία, η ριψοκίνδυνη και ξεκάθαρα θανατηφόρα (με τόσους προηγηθέντες θανάτους που έπρεπε να είχαν ήδη λειτουργήσει ως μάθημα) είναι έμμεση αυτοκτονία. Δεν κρίνουμε τα πρόσωπα, αλλά τις λογικές και τις πράξεις σύμφωνα με το Ευαγγέλιο. Αυτά απευθύνονται σε Χριστιανούς που υποτίθεται ακολουθούν το Ευαγγέλιο του Χριστού και όχι το τι λέει ο καθένας. Κρίμα τόσοι μάταιοι θάνατοι κάθε χρόνο!
(π. Νικόλαος)
ΥΠΟΜΝΗΜΑ -Στο κατά Λουκάν Ευαγγέλιο-
Ερμηνεία πατερική & θεολογική του Ευαγγελίου του Λουκά
Το ερμηνευτικό Υπόμνημα του Π.Ν. Τρεμπέλα
μεταφρασμένο στη νεοελληνική γλώσσα
Μετάφραση αρχιμ. Νικόλαος Πουλάδας
Κεφάλαιο 14
Στίχ. 25-27. Υποχρεώσεις των μαθητών του Χριστού.
14.26 Εἴ τις ἔρχεται πρός με(1) καὶ οὐ μισεῖ(2) τὸν πατέρα
ἑαυτοῦ καὶ τὴν μητέρα καὶ τὴν γυναῖκα καὶ τὰ τέκνα καὶ
τοὺς ἀδελφοὺς καὶ τὰς ἀδελφάς, ἔτι δε(3) καὶ τὴν ἑαυτοῦ ψυχὴν(4),
οὐ δύναταί μου εἶναί μαθητής(5).
26 «Αν κάποιος έρχεται κοντά μου και δεν απαρνιέται
τον πατέρα του και τη μάνα του, τη γυναίκα του και τα παιδιά του,
τους αδερφούς και τις αδερφές του, ακόμη και την ίδια του τη ζωή,
δεν μπορεί να είναι μαθητής μου.
(1) Το «έρχεται προς εμένα» δείχνει εξωτερική προσκόλληση
προς τον Ιησού, ενώ το «να είναι μαθητής» στο τέλος του σ.
δείχνει πραγματική και εσωτερική αφοσίωση στο πρόσωπο του Ιησού
και στο πνεύμα του (g). Δες και Ματθ. ι 37 και τις εκεί σημειώσεις.
Πολλοί από αυτούς που ακολουθούσαν την εποχή εκείνη το Χριστό
θα περίμεναν να τον ακούσουν να λέει: Αν κάποιος έρχεται προς εμένα,
θα έχει τιμές και πλούτο σε αφθονία και θα γίνει μέγας
κατά κόσμον κοντά μου. Ο Κύριος όμως τελείως αντιθέτως απαριθμεί
τώρα τις θυσίες, στις οποίες αυτός που τον ακολουθεί πρέπει
να είναι έτοιμος να υποβληθεί. Δεν θα είναι αυτός ειλικρινής
και σταθερός μαθητής, εάν δεν αγαπά το Χριστό πάνω από κάθε άλλο
στον κόσμο και εάν δεν είναι πρόθυμος να χωριστεί από όλους
και να εγκαταλείψει τα πάντα είτε ως θυσία, όταν με αυτήν πρόκειται
να δοξαστεί ο Χριστός, όπως έπραξαν οι μάρτυρες, οι οποίοι
προτίμησαν από τη ζωή τους τον θάνατο, είτε ως νίκη κατά του πειρασμού,
όταν με το χωρισμό και την εγκατάλειψη αυτή γινόμαστε πιο άνετοι
και ικανότεροι στη διακονία του Χριστού, όπως έπραξε ο Αβραάμ,
όταν εγκατέλειψε τη γη και την συγγένειά του, και ο Μωϋσής,
όταν αρνήθηκε να λέγεται γιος κόρης του Φαραώ, προτιμώντας
να συγκακουχείται με το λαό του Θεού μάλλον, παρά να έχει πρόσκαιρη
απόλαυση της αμαρτίας.
(2) Όπως δείχνουν τα συμφραζόμενα και τα παράλληλα του Ματθαίου
(στ 24 και ι 37), πρόκειται εδώ για εκλογή μεταξύ της φυσικής αγάπης
και της υποταγής προς το Χριστό (p). Ο Κύριος δηλαδή «Δεν προστάζει
απλώς να μισούμε, διότι αυτό είναι πάρα πολύ παράνομο, αλλά όταν θέλει
κάποιος να αγαπιέται περισσότερο από εμένα, μίσησε αυτόν ως προς αυτό.
Διότι αυτό οδηγεί στην απώλεια και αυτόν που αγαπιέται και αυτόν που αγαπά»(Χ).
«Δεν ατιμάζει τους νόμους της έμφυτης φιλοστοργίας,
ούτε διδάσκει να καταφρονούμε τη φυσική διάθεση η οποία οφείλεται
στους γονείς μεν από τα παιδιά, στις γυναίκες δε από τους συζύγους,
στα αδέλφια από τους αδελφούς… διότι αυτός που διατάζει να αγαπούμε
τους εχθρούς, πώς θα ήθελε να μισούμε τους φυσικούς μας συγγενείς;»(Κ).
«Αλλά τον γνήσιο μαθητή του, τότε τον θέλει να μισεί τους εξ’ αίματος
συγγενείς του, όταν τυχόν τον εμποδίζουν στη θεοσέβεια και όταν
αυτός λόγω της σχέσης με αυτούς εμποδίζεται να κάνει το καλό.
Διότι αν δεν τον εμποδίζουν, διδάσκει να τους τιμά μάλλον μέχρι
την τελευταία αναπνοή… Διότι πράγματι ο ίδιος, στον Ιωσήφ, παρόλο
που δεν ήταν με την κύρια έννοια πατέρας του… ήταν υποταγμένος·
και την μητέρα… ούτε όταν σταυρωνόταν δεν την αμέλησε, αλλά την
παρέδιδε στον αγαπημένο μαθητή… Επομένως διατάζει να μισούμε τους γονείς,
όταν αυτό που διακινδυνεύεται είναι ο Θεός. Διότι τότε δεν θεωρούνται
γονείς ούτε συγγενείς» (Θφ). «Ο Χριστός λοιπόν δεν προστάζει ούτε
να αγνοήσουμε τη φύση, ούτε να υποδουλωθούμε σε αυτήν, αλλά να
χρησιμοποιούμε τη φύση για το καλύτερο και σωτήριο· διότι θέλει
η συγγένεια να συμπορεύεται με τη δική του αγάπη, του Χριστού,
και όχι λόγω της συγγένειας να αποτραβιέται κάποιος από την θεία αγάπη.
Διότι το να τιμά κάποιος τους γονείς, και ο ίδιος ο Κύριος το θέλει.
Και το να ανατρέφουν οι γονείς τα παιδιά, το εισηγείται ο Παύλος·
αλλά και τους γονείς πρέπει, λέει, να υπακούνε, με το θέλημα του Κυρίου…
και εισηγείται στους άνδρες να αγαπούν τις γυναίκες τους, αλλά μιμούμενοι
τον Χριστό ο οποίος αγάπησε την Εκκλησία» (Κ).
(3) «Αφού φανέρωσε, μέσω των πιο γνήσιων συγγενών, κάθε πρόσωπο αγαπητό,
πρόσθεσε και το μεγαλύτερο» (Ζ), δηλαδή το πιο αγαπητό στον άνθρωπο,
τη ζωή του, τον εαυτό του. Συχνά εκείνοι, οι οποίοι επιτυγχάνουν
την απόκτηση του άγιου αυτού μίσους σε κατώτερο βαθμό, αποδεικνύονται
να υπολείπονται και να αποτυγχάνουν προκειμένου και για τον ανώτερο βαθμό (b).
(4) Όχι απλώς «να εγκαταλείπουμε τις επιθυμίες της ψυχής που μας χωρίζουν
από το Θεό» (Θφ), αλλά και την ίδια τη ζωή να θυσιάζουμε.
«Αν λοιπόν, ζώντας την σωματική ζωή μας, είναι δυνατόν να διαφυλάσσουμε
την τιμή στο Χριστό, δεν πρέπει να αποφεύγουμε την σωματική ζωή,
αλλά πρέπει να την συντηρούμε, όπως ο Παύλος, όταν από ένα άνοιγμα
του τείχους τον κατέβασαν με καλάθι και ξέφυγε από τα χέρια του Αρέτα·
όπου όμως έπρεπε κα τη ζωή να περιφρονήσει προκειμένου να τελειώσει
τον δρόμο του, ούτε την ψυχή του, είπε, δεν θεώρησε τίμια για τον εαυτό του» (Κ).
(5) «Όποιος, ενώ βλάπτεται στη θεοσέβεια από κάποιον από τους πολύ δικούς του,
αποδέχεται την σχέση με αυτούς και την θεωρεί προτιμότερη από την ευαρέστηση
στο Θεό, αλλά επίσης και όταν, λόγω της αγάπης για τη ζωή,
πολλές φορές ενώ είναι μπροστά του το μαρτύριο, παρασύρεται σε άρνηση,
αυτός δεν μπορεί να είναι μαθητής του Χριστού» (Θφ).
Όταν ξεσηκώνεται σάλος και διωγμός εξαιτίας του ευαγγελίου, τότε οι οπαδοί
του μπαίνουν στο δίλημμα: Ποιον αγαπάτε περισσότερο, τον Χριστό ή τους συγγενείς
και τη ζωή σας; Ποιον θα αρνηθείτε, τον Χριστό ή τα αγαπημένα σας πρόσωπα
και την ακόμη πιο αγαπητή σε σας ζωή; Αλλά και σε ημέρες ειρήνης πολλές
φορές μπαίνει ο πιστός στην ίδια δοκιμασία. Όσοι παρ’ όλα αυτά δοκίμασαν
εμπειρικά τα θέλγητρα της πνευματικής ζωής και είναι στερεωμένοι
στην ελπίδα των ουράνιων αγαθών, δεν θα βρουν βαρύ το να αρνηθούν τα πάντα
για τον Χριστό.
Μια µητέρα µε ρώτησε πρόσφατα: Υπάρχει ανάσταση των νεκρών; Ο γιός της µαχόταν νότια του Μπίτολ και σκοτώθηκε. Εκείνη περπατούσε στο πεδίο της µάχης και ξέθαβε τον ένα τάφο µετά τον άλλο, για να βρεί τον γιό της. Οι νεκροί κείτονταν ήδη πολύ καιρό κάτω από το χώµα και ήταν όλοι ίδιοι µεταξύ τους και ίδιοι µε το χώµα. Η µητέρα γνώρισε τον γιό της από ένα περιλαίµιο στο στήθος. Δεν µπορούσε πιά να τον γνωρίσει από το πρόσωπο. Ακόµα και το ρούχο φαινόταν πιο αθάνατο από τον άνθρωπο που το φορούσε.
Η µητέρα δεν µπορούσε να κλάψει: η καταστροφική φρίκη του θανάτου έκανε γυαλί τα µάτια της και πάγωσε την ψυχή της. Μπροστά της υπήρχε ένα ανατριχιαστικό µυστήριο. Μια ζωή είχε γίνει κάρβουνο και πηλός. Από ανθρώπινο πλάσµα, που κάποτε ήταν σύνθετο µέρος του σωµατός της και της ψυχής της, από τον άνθρωπο που την αποκαλούσε µάνα, που κουβαλούσε το όπλο και µαχόταν στις µάχες, φάνηκε µπροστά στα µάτια της µια χοϊκή, άµορφη µάζα, που ανακατευόταν µε το χώµα -µια ανενεργή χωµάτινη µάζα, που δεν αισθανόταν πιά συγγένεια µε κανέναν εκτός από το χώµα.
Μόλις που τόλµησε η µητέρα να πιάσει τον γιό µε τα χέρια. Ήθελε τουλάχιστον να χαϊδέψει αυτή τη σκληρή ανάµνηση του όµορφου γιού της. Όμως τραβήχτηκε σαν από άσχηµο όνειρο: τα δάχτυλα δεν µπορούσαν να κρατηθούν στην επιφάνεια, αλλά αµέσως βυθίστηκαν βαθιά στο σαπισµένο σώµα όπως σε σάπια κολοκύθα. Φόβος περιέλαβε τη µητέρα. Αισθάνθηκε έναν αξεπέραστο γκρεµό ανάµεσα σ’ εκείνη και τον γιό της. Τίποτα δικό της και τίποτα αγαπητό δεν µπορούσε να δεί σ’ αυτό τον ανοιχτό τάφο, σ’ αυτό το σκοτεινό, υπόγειο χηµικό εργαστήριο. Ήρθε αποκαµωµένη, και όταν µου διηγήθηκε το φοβερό θέαµα, µε ρώτησε : «Υπάρχει ανάσταση των νεκρών;»…
Οι νεκροί ήδη αναστήθηκαν! Αυτό είναι σημαντικό. Το ισχυρίστηκαν οι απόστολοι του Χριστού την πεντηκοστή ημέρα μετά το θάνατο του Δασκάλου τους. “Ω, εάν έδινε και σε μένα ο Θεός τη φλογερή γλώσσα των αποστόλων, θα σας ζέσταινα με την πίστη στην ανάσταση των νεκρών, θα ύψωνα τις καρδιές σας από το βάθος της αμφιβολίας και της απελπισίας και θα φώτιζα τα μάτια σας, ώστε μέσα από τα κρύα και σκοτεινά σύννεφα του θανάτου να δείτε το αιώνιο φως της ζωής!
Τι φλογερή γλώσσα έλαβαν οι απόστολοι όταν είδαν με τα μάτια τους το Δάσκαλο τους μετά τον θάνατο – αυτή είναι η απόδειξή τους…
Όμως εδώ δεν πρόκειται για δυό αλλά για δώδεκα. Αυτοί δεν αποδεικνύουν το ορατό γεγονός με τίποτα, αλλά το βεβαιώνουν μ’ όλη τους τη ζωή και την εργασία. Αφιερώνουν όλη τους τη ζωή στο κήρυγμα εκείνου που είδαν τα μάτια τους. Εξαιτίας αυτού εγκαταλείπουν τις εστίες τους, τις οικογένειές τους, την πατρίδα τους και εκτίθενται σε φοβερές απαξιώσεις, διώκονται, υπομένουν τα φοβερότατα βασανιστήρια και για χάρη του στο τέλος πεθαίνουν. Εάν οι απόστολοι ισχυρίζονταν την ανάσταση του Χριστού από τους νεκρούς και γι’ αυτό τον ισχυρισμό έπαιρναν μαρμάρινα παλάτια δίπλα στον Ηρώδη στα Ιεροσόλυμα ή το επάγγελμα του συγκλητικού στη Ρώμη, αμέσως ο ισχυρισμός τους θα έδειχνε ψεύτικος. Όμως, το κήρυγμά τους παίρνει όψη αλήθειας από τη στιγμή, που ξεκινούν γι’ αυτό τους το κήρυγμα να θυσιάζουν τις περιουσίες τους, το χρόνο, τους φίλους, την υγεία και την ευτυχία τους. Όταν πρώτη φορά οι απόστολοι μίλησαν περί του αναστημένου Χριστού, οι άνθρωποι γελούσαν και τους αποκαλούσαν μεθυσμένους. Όταν μίλησαν δεύτερη φορά, οι άνθρωποι δεν γελούσαν, αλλά μπόρεσαν να τους αποκαλέσουν πληρωμένους. Όταν οι άνθρωποι τους έβαλαν στα μαρτύρια και πάλι άκουσαν τα ‘ίδια λόγια από το στόμα τους, τότε άρχισαν να σκέφτονται. Και μόλις είδαν οι άνθρωποι ότι ούτε το αίμα τους δεν λυπούνται να χύσουν προκειμένου να μιλήσουν περί αναστάσεως, τους πίστεψαν. Όχι η λογική αλλά το αίμα των μαρτύρων απέδειξε την ανάσταση του Χριστού…
Από ένα βλέμμα του Θεού όλα τα σκορπισμένα ενώνονται και όλα τα σαπισμένα ζωντανεύουν.
Θυμηθείτε το φημισμένο όραμα του προφήτη Ιεζεκιήλ, που με το προικισμένο χέρι του Μιχαήλ ‘Αγγέλου αιωνιοποιήθηκε με χρώμα. Ο Θεός δείχνει στον προφήτη την κοιλάδα γεμάτη με νεκρά οστά και τον ρωτά: «Υιέ του ανθρώπου, θα ζωντανέψουν αυτά τα οστά; ». Και λέει ο προφήτης : «Είπα: “Κύριε, Κύριε, εσύ ξέρεις”».
Τότε μου είπε: “Προφήτευσε για τα οστά και πες τους: Στεγνά κόκαλα, ακούστε λόγο του Κυρίου”.
Και προφήτευσα όπως είχα διαταχθεί, και μπήκε σ’ αυτά πνεύμα, και ζωντάνεψαν, και στάθηκαν στα πόδια, και ήταν πολύ μεγάλος στρατός» (Ίεζ. 37,1-10).
Ας οµολογήσουµε, αδέλφια, τον Θεό ως τον κυρίαρχο της ζωής και όχι τον θάνατο. Αυτή η οµολογία θα µας οδηγήσει, στην εµπιστοσύνη προς τον ουράνιο Πατέρα µας, που θα γεµίσει την ψυχή µας µε χαρά και προσευχή: «Θεέ, εµείς είµαστε σκόνη που εσύ ζωντάνεψες µε το πνεύµα σου. Μας τοποθέτησες σε µια κοιλάδα παραγεµισµένη µε νεκρά οστά και σάπιο κρέας. Δώσε µας δύναµη, να µπορέσουµε να αντέξουµε την παραµορφωµένη όψη των νεκρών, των οποίων τον αριθµό και εµείς σήµερα-αύριο θα αυξήσουµε.
»Εσύ θα µας αναστήσεις εκ νεκρών, Θεέ, όπως ανέστησες τον Υιό Σου, τον Χριστό, τον αδελφό µας. Εσύ δεν γέννησες τα παιδιά σου, Πατέρα, µόνο και µόνο για να κοιτάξουν στιγµιαία τον πολυτελή σου οίκο κι ύστερα να τα πετάξεις στο σκοτάδι, στη µεγαλύτερη φυλακή. Εσύ δεν τα γέννησες για να τους καταπίνει το σκοτάδι. Εσύ τα γέννησες για να είναι σύντροφοί σου στην αιωνιότητα.
»Δεν σε ρωτάµε, Πατέρα, µε τι είδους σώµα θα µας ντύσεις, στην άλλη ζωή, ούτε µε ποία δύναµη θα µας ζωντανέψεις. Όχι, όµως Σε παρακαλούµε µόνο: Δυνάµωσε την εµπιστοσύνη µας προς Εσένα και την πίστη µας στη ζωή. Αφού ό,τι Εσύ κάνεις µε µας, θα είναι ασύγκριτα σοφότερο από εκείνο που εµεις θα κάναµε µόνοι µας. Τα σχέδιά Σου είναι καλύτερα απ’ όλες τις επιθυµίες µας. Η δύναµη Σου υπερβαίνει όλη τη φαντασία µας. Εσύ που έχεις τη δύναµη να δηµιουργήσεις, έχεις δύναµη και να θανατώσεις, και Εσύ που έχεις δύναµη να θανατώσεις, έχεις τη δύναµη και να ζωντανέψεις.
Δηµιουργέ των ζωντανών ανάστησε τους νεκρούς, δηµιούργησε σε µας τους ζωντανούς την πίστη στην ανάσταση, αφού χωρίς αυτή την πίστη είµαστε ζωντανοί νεκροί, και επισκέψου µας µετά το θάνατο, ώστε και εµείς, αν και νεκροί, να έρθουµε στη ζωή. Μόνο Εσύ να είσαι πάντα µαζί µας, στη ζωή και στο θάνατο, και εµείς θα έχουµε πάντα ο,τι επιθυµούµε. Αφού Εσύ είσαι η ζωή και ο ζωοδότης, από πάντα και για πάντα. Αµήν».
("Αργά βαδίζει ο Χριστός", Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς, Περί αναστάσεως νεκρών, Για τους φοβισμένους από το θάνατο και απαράκλητους από τη ζωή)