"Η υπομονή που δοκιμάζεται"
Έπειτα από μερικούς μήνες μπόρεσα να κάνω νέα επίσκεψη, επίσης σύντομη.
Ο Γέροντας συνερχόταν όλο και περισσότερο.
Μεταξύ άλλων μου είπε: "Πρέπει να προσέχω πολύ, γιατί αυτή η παλιαρρώστια μπορεί να μ' αφήσει κάποια στιγμή στον τόπο".
Κι αμέσως διόρθωσε: "Αν και δεν υπάρχουν παλιαρρώστιες, αφού όλες τις επιτρέπει ο Θεός"
και τελείωσε τη συνομιλία μας με τα λόγια: "Η αρρώστια με κούρασε. Τόσους μήνες κλεισμένος μέσα σ' ένα δωμάτιο.
Επιθύμησα πολύ την εξοχή και τα δένδρα. Κάνε προσευχή και για μένα".
Μου φάνηκε σαν παιδικό, σαν ελαφρό παράπονο και νοσταλγία, που δικαιολογείται ακόμη και σε αγίους.
Μετά από καιρό, πληροφορήθηκα ότι ο Γέροντας είπε σε πνευματικοπαιδί του:"Εκείνο το βράδυ που έπαθα το έμφραγμα,
δεν άντεξα το πολύ φως".
[Γ 162]
"Θα γίνει καλά με τα φάρμακα"
Όταν κάποιος άνθρωπος δεν έβλεπε βελτιώση με τις διάφορες προσευχές που έκαναν οι δικοί του
και συνέχιζε τη θεραπευτική αγωγή με πολλά φάρμακα που του έκαναν οι γιατροί,
μου έλεγε: "Αυτός, παιδί μου, πρέπει να γίνει καλά με τα φάρμακα που του δίνουν οι γιατροί,
γιατί έτσι το θέλει ο Χριστός".
[Τζ 133]
"Όταν τα φάρμακα δεν κάνουν τίποτε…"
Βλέπετε πως αρχίζουν οι γιατροί; Σου δίνουν το φάρμακο, αφού πρώτα επικαλούνται τη βοήθεια του Θεού!
Και να ξέρετε και τούτο: Όταν τα φάρμακα δεν κάνουν τίποτε, τότε δεν είναι άρρωστο το σώμα.
Αλλά η ψυχή! Και τη θεραπεία της ψυχής, θα τη βρούμε μόνο κοντά στο Χριστό!
Κατάλαβες; Την ψυχή μας, μόνο ο Χριστός τη θεραπεύει!
Πάμε, τώρα, στους γιατρούς, να σου το καυτηριάσουν.
[Κ 170π.]
(Ανθολόγιο Συμβουλών, Άγιος Πορφύριος, σελ. 107-108)
Βοήθεια στα παραστρατημένα παιδιά
Στο σπίτι είναι απαραίτητο να υπάρχη ατμόσφαιρα αγάπης και ειρήνης.
Το παιδί, αν πάρη λίγη αγάπη από το σπίτι, και να ξεφύγη κάποια στιγμή,
θα δη ότι δεν βρίσκει αλλού αγάπη, αλλά μόνον υποκρισία, και θα γυρίση πίσω.
Αν όμως θυμάται άσχημες σκηνές μέσα στο σπίτι, μαλώματα και αντιδικίες,
πώς να του κάνη καρδιά να γυρίση πίσω;
-Γέροντα, όταν το παιδί φύγη από το σπίτι, τί πρέπει να κάνουν οι γονείς;
-Να προσπαθήσουν να διατηρήσουν μια επαφή μαζί του, ώστε, όταν συνέλθη, να μπορέση να επιστρέψη στο σπίτι.
Να του μιλήσουν με το καλό, να το προβληματίσουν, για να το βοηθήσουν.
Αν λ.χ. το παιδί ξενυχτάη, να του πη η μητέρα: «Έλα εδώ, παιδάκι μου. Αν ήσουν εσύ στην θέση μου
και αργούσαν τα παιδιά σου να γυρίσουν το βράδυ στο σπίτι, θα μπορούσες να μην ανησυχής;».
Και η πιο σοβαρή πτώση των παιδιών δεν πρέπει να φέρνη σε απόγνωση τους γονείς,
γιατί στην εποχή μας η αμαρτία έγινε μόδα. Να έχουν δε πάντοτε υπ’ όψιν τους και το εξής:
Τα παιδιά της εποχής μας θα έχουν και ελαφρυντικά για τις αταξίες που κάνουν.
Το επτά - βαθμός διαγωγής της σημερινής εποχής - έχει την αξία του δέκα, του άριστα, της δικής μας εποχής.
Φυσικά οι γονείς θα προσπαθούν να βοηθούν τα παιδιά τους, αλλά να μην ανησυχούν υπερβολικά.
Τα παιδιά θα βάλουν μυαλό αργότερα. Τώρα μπορεί να μην καταλαβαίνουν το καλό, γιατί το μυαλό τους δεν ωρίμασε.
Είναι θολό και δεν έχουν την διαύγεια να διακρίνουν τον κίνδυνο που διατρέχουν
και την ανεπανόρθωτη ζημιά που μπορούν να πάθουν.
Καλό είναι οι γονείς να δείχνουν στο παιδί ότι στενοχωριούνται για τις αταξίες που κάνει,
αλλά να μην το πιέζουν και να προσεύχωνται. Η προσευχή που γίνεται με πόνο φέρνει θετικά αποτελέσματα.
Αν πάλι το παιδί κάνη κάποιο σφάλμα πολύ σοβαρό, τότε οι γονείς να επέμβουν με τρόπο.
Αν δεν είναι σοβαρό, ας το παραβλέψουν λίγο, για να μην ερεθίσουν το παιδί
και χειροτερέψουν την κατάστασή του, με αποτέλεσμα να απομακρυνθή από κοντά τους.
Μόνο να προσεύχωνται στον Χριστό και στην Παναγία να το προστατεύη.
Η προσευχή των γονέων, ιδίως της μάνας, επειδή είναι καρδιακή και έχει πόνο, πολύ εισακούεται.
Όταν ήμουν στην Σκήτη των Ιβήρων, ήρθε τυχαίως ένας νεαρός και με βρήκε.
Γύριζε στην Χαλκιδική, βρήκε μια παρέα με προσκυνητές που έρχονταν στο Αγιον Όρος
και ήρθε και αυτός μαζί τους στο Κελλί. Πά-πά, ήταν άθεος, βλάσφημος, αναιδέστατος!
Είχε μια δαιμονική εξυπνάδα και δεν πίστευε τίποτε. Τους έβριζε όλους, μικρούς-μεγάλους.
Από δώ-από κεί τον έφερα, ήρθε σε έναν λογαριασμό, τον κούρεψα κιόλας, γιατί είχε κάτι μακριά μαλλιά!...
«Κοίταξε, του λέω, ας είναι καλά η μάνα σου. Οι προσευχές της σε κουβάλησαν εδώ».
«Ναί, Πάτερ, μου λέει. Γύριζα στην Χαλκιδική και ούτε κι εγώ δεν κατάλαβα πώς ήρθα εδώ».
«Αν το μάθη η μάνα σου που ήρθες στο Αγιον Όρος, του λέω, και σε δει έτσι κουρεμένο, τί χαρά θα κάνη!».
«Που το κατάλαβες, Πάτερ; μου Λέει. Πράγματι, χαρά που θα κάνη η μάνα μου να με δη έτσι αλλαγμένο!».
Ο Θεός τον τύλιξε από δώ, τον τύλιξε από κεί και τον πήγε στον ...μάστορα!
Πόση προσευχή θα έκανε η καημένη η μάνα του!
(Λόγοι Παϊσίου, τόμος Δ΄, Οικογενειακή Ζωή, Εκδ. Ιερού Ησυχαστηρίου "Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος", σελ. 105-107)
Όλοι οι άνθρωποι έχουμε την ανάγκη της αποδοχής και της εκτίμησης από τους άλλους ανθρώπους. Πολλές φορές επιδιώκουμε το θαυμασμό τους ακόμα και την κολακεία τους. Η ανθρωπαρέσκεια όμως είναι ένα πάθος από το οποίο πρέπει να αγωνιστούμε να θεραπευθούμε. Από κάτω της κρύβει και άλλα πάθη… δεν είναι μόνη της. Φέρνει μαζί της τον εγωισμό, την υπερηφάνεια, το ναρκισσισμό και την κενοδοξία. Το να επιδιώκουμε τα όμορφα λόγια και την εκτίμηση από τους άλλους, το να θέλουμε να έχουμε μια αλαβάστρινη εικόνα προς τα έξω την οποία όλοι θα προσκυνούν, το να συγκεντρώνουμε γύρω μας ανθρώπους που μόνο μας χαϊδεύουν τα αυτιά και μας κανακεύουν, το να κάνουμε δημόσιες σχέσεις για να μη γίνουμε δυσάρεστοι σε κανέναν, το να προσαρμοζόμαστε κάθε φορά στις απαιτήσεις των άλλων για να είμαστε σε όλους αρεστοί αλλά και το χειρότερο να καλλιεργούμε μέσα μας την πεποίθηση ότι είμαστε οι καλύτεροι, ανώτεροι και αψεγάδιαστοι, όλα αυτά συνιστούν σοβαρά πνευματικά νοσήματα και μας τοποθετούν στον αντίποδα της διδασκαλίας του Χριστού ο οποίος ήδη από τη γέννηση Του μας κατέδειξε το δρόμο της ταπείνωσης ερχόμενος στη ζωή μέσα σε μια φάτνη!
Αν το ζητούμενο και το ποθούμενο μας είναι να αρέσουμε στους ανθρώπους τότε είμαστε σε λάθος δρόμο. Σερνόμαστε σιδεροδέσμιοι πίσω από τους άλλους, δούλοι των ορέξεων και των παθών τους, φυλακισμένοι στα θέλω μας και στα θέλω τους. Τί τραγωδία! Αν δεν αλλάξουμε επιδίωξη δε θα βρούμε ποτέ ησυχία και ανάπαυση μέσα μας. Θα είμαστε δούλοι της αμαρτίας! Μόνο η εν Χριστώ δουλεία συνιστά αυθεντική ελευθερία του ανθρώπου. Ο δούλος του Χριστού, ο χριστιανός, είναι αποδεσμευμένος από τα πάθη, τις αμαρτίες και τα δεσμά του κόσμου αυτού αφού με την τήρηση των εντολών του Θεού διατηρεί την εν Χριστώ ελευθερία του.
Και ακόμα καλύτερα αν μεταβούμε στο επόμενο πνευματικό στάδιο της υιοθεσίας από το Θεό , τότε θα έχουμε το μοναδικό προνόμιο να απολαύσουμε από τώρα τα δώρα της κληρονομίας μας… να έχουμε δηλαδή γεύση από τη Βασιλεία των Ουρανών! Άρα λοιπόν δεν θα πρέπει να επιδιώκουμε να είμαστε αρεστοί στους ανθρώπους που είναι όμοιοι μας, συμπάσχοντες και συνοδοιπόροι μας. Η μόνη δόξα την οποία πρέπει να επιθυμούμε είναι η δόξα του Θεού γιατί Αυτός θα μας κρίνει όλους και Αυτός θα σώσει την ψυχή μας από τον αιώνιο θάνατο! Ας έχουμε λοιπόν αυτή την πραγματικότητα στο μυαλό μας και ας αποφεύγουμε ακόμα και εμείς οι ίδιοι να πούμε για τον εαυτό μας κάτι καλό γιατί ό,τι καλό έχουμε δεν προέρχεται από εμάς αλλά από το Θεό! ‘ τί δε έχεις ο ουκ έλαβες;’ Δηλαδή ‘ ποιο χάρισμα έχεις, το οποίο δεν έλαβες από το Θέο;’ [ Α΄Κορ.δ,7](Α.Κ.Β)
…Πολλές φορές με τις προσευχές μας ζητάμε από το Θεό να μας δώσει κάτι.
Πολλοί νομίζουν ότι αυτού του είδους η προσευχή, η δέηση, είναι κατωτέρου επιπέδου, πιο κάτω από την ευγνωμοσύνη και τη δοξολογία.
Αλλά στην πραγματικότητα η ευγνωμοσύνη και η δοξολογία εκφράζουν κατώτερη σχέση με το Θεό.
Έτσι μισή όπως είναι η πίστη μας, ευκολότερα απευθύνουμε στο Θεό ύμνους δοξολογίας και ευχαριστίας, ενώ δυσκολευόμαστε να τον εμπιστευτούμε και να του ζητήσουμε κάτι με πίστη.
Άνθρωποι με χλιαρή πίστη είναι εύκολο να στραφούν στο Θεό και να τον ευχαριστήσουν για τα ωραία πράγματα που συμβαίνουν στη ζωή τους. Σε στιγμές πνευματικής έξαρσης όλοι μπορούμε να υμνούμε το Θεό.
Είναι όμως πολύ δυσκολότερο να έχεις πίστη ακέραιη στο Θεό και να του ζητάς κάτι με όλη σου την καρδιά και το νου και με απόλυτη εμπιστοσύνη στην αγάπη του.
Να μην θεωρούμε λοιπόν τη δέηση κατώτερο είδος προσευχής.
Γιατί η δυνατότητά μας να κάνουμε τέτοιου είδους προσευχή, είναι αναντίρρητη απόδειξη της ακλόνητης και πραγματικής πίστης μας.
("Ζωντανή Προσευχή", Antony Bloom, σελ. 104)
Η σταχομαζώχτρα
Καθώς ο όσιος Μακάριος ο Αιγύπτιος και η συνοδεία του θέριζαν στο χωράφι κάποιου κτηματία, είδαν μια χήρα σταχομαζώχτρα που ακολουθούσε και έκλαιε ασταμάτητα. Φώναξε τότε ο όσιος τον κύριο του χωραφιού και τον ρώτησε:
-Τί έχει αυτή η κυριούλα και διαρκώς κλαίει;
Κι εκείνος του είπε:
-Κάποιος είχε εμπιστευθή στον άνδρα της ένα μεγάλο ποσό χρημάτων. Πέθανε όμως ξαφνικά και δεν φανέρωσε πού το είχε κρύψει. Απειλεί γι’ αυτό ο κύριος του ποσού να πάρη δούλους του και την ίδια και τα παιδιά της.
Ο άγιος τότε του παραγγέλλει:
-Να της πης να έρθη να μας συναντήση, όταν σταματήσουμε για τη μεσημβρινή ανάπαυσι.
Όταν η χήρα ήρθε, της λέει ο όσιος:
-Γιατί κλαις έτσι ασταμάτητα;
-Γιατί κάποιος εμπιστεύθηκε στον άνδρα μου χρήματα. Πέθανε όμως και δεν μας είπε πού τα έχει κρύψει.
-Πάμε να μας δείξης πού έθαψες τον άνδρα σου.
Ο όσιος πήρε τους αδελφούς και την ακολούθησε. Όταν έφθασαν στον τάφο, της είπε να φύγη. Προσευχήθηκε μετά θερμά στον Θεό και φώναξε στον νεκρό:
-Πού έβαλες τα χρήματα που σου εμπιστεύθηκαν;
Κι εκείνος αποκρίθηκε:
-Μέσα στο σπίτι μου είναι κρυμμένα. Κάτω από το πόδι του κρεββατιού.
Του λέει τότε ο όσιος:
-Κοιμήσου πάλι μέχρι την ώρα της αναπαύσεως.
Έκπληκτοι οι αδελφοί, έπεσαν στα πόδια του και τον προσκύνησαν. Αυτός όμως τους είπε:
-Δεν έγινε από μένα αυτό! Εγώ δεν είμαι τίποτε. Ο Θεός έκανε το θαύμα για τη χήρα και τα ορφανά. Ο Θεός θέλει να μην αμαρτάνουμε, και ό,τι του ζητούμε μας το χαρίζει.
Έτσι η χήρα έμαθε πού βρίσκονταν τα χρήματα και γλύτωσε τον εαυτό της και τα παιδιά της από τη δουλεία.
(Γεροντικόν)
(Χαρίσματα και Χαρισματούχοι, Ι. Μονή Παρακλήτου, τόμος Β΄, σ. 112-113)
«Αυτή την εντολή έχουμε απ’ Αυτόν: όποιος αγαπά τον Θεό να αγαπά και τους αδελφούς του».
(Α΄Ιωαν. δ΄21)
«Βλέπετε πώς είναι αχώριστος η προς τον Θεό
και η προς τους ανθρώπους αγάπη; Γι’ αυτό λέγει
ο αγαπημένος μαθητής, "αν κάποιος λέγει ότι
αγαπά τον Θεό και μισεί τον αδελφό του, είναι
ψεύτης· διότι, αν τον αδελφό του, που τον είδε
δεν τον αγαπά, πώς αγαπά το Θεό που δεν τον είδε;"».
(Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, Ομιλία εις τον Ευαγγελιστήν Ιωάννην, ΕΠΕ 11, 53)
Της Αμμάς Θεοδώρας
α΄. Ζήτησε η Αμμάς Θεοδώρα από τον πάπα Θεόφι λο να της πή το νόημα του αποστολικού ρητού «εξαγορα ζόμενοι τον καιρόν». Και της λέγει: «Η κάθε λέξη οπού ταιριάζει, φανερώνει το κέρδος. Λόγου χάρη: Περνάς καιρό ύβρεως; Αγόρασε με την ταπεινοφροσύνη και τη μακροθυμία τον καιρό της ύβρεως και εξασφάλισε το κέρδος για τον εαυτό σου. Καιρό περιφρονήσεως περνάς; Με την ανεξικακία αγόρασε τον καιρό και βγάλε κέρδος. Ψευδο κατηγορία αν σου λάχη, κέρδισε με την υπομονή και την ελπίδα. Και όλα τα αντίξοα, αν θέλουμε, αποβαίνουν σε κέρδος μας».
β'. Είπε η Αμμάς Θεοδώρα: «Ας αγωνιζόμαστε να εισέλθουμε από τη στενή πύλη. Όπως τα δένδρα, αν δεν τα συναπαντήσουν κακοκαιρίες και βροχές, δεν μπο ρούν να καρποφορήσουν, έτσι και εμείς. Αυτή εδώ η ζωή εί ναι περίοδος κακοκαιρίας. Χωρίς πολλές θλίψεις και πει ρασμούς, δεν θα μπορέσουμε να γίνουμε κληρονόμοι της βα σιλείας των ουρανών».
γ΄. Είπε πάλι: «Είναι καλό πράγμα ο ησύχιος βίος. 0 φρόνιμος άνθρωπος ζή ησύχια. Γιατί, πράγματι, έτσι ταιριάζει σε ασκήτρια ή μοναχό. Και προ παντός, στους νέ ους. Ας γνωρίζεις όμως, ότι, αν τινάς βάλη σκοπό του να ακολουθήση τον ησύχιο βίο, ευθύς ο πονηρός έρχεται και βα ραίνει την ψυχή με ακηδίες, με ολιγοψυχίες, με λογισμούς. Και βαραίνει και το σώμα με ασθένειες, με ατονία, με λύσι μο των γονάτων και όλων των μελών και παραλύει τη δύ ναμη της ψυχής και του σώματος. Έτσι, ασθενώ και δεν μπορώ να κάμω την προσευχή μου. Αλλά αν έχουμε τον νου μας, όλα αυτά διασκορπίζονται. Υπήρχε κάποιος μο ναχός. Και κάθε φορά οπού ήταν να κάμη την προσευχή του, τον έπιανε ρίγος και πυρετός και του πονούσε το κεφά λι. Και έτσι έλεγε μέσα του, ότι, νά, είμαι άρρωστος και κοντεύω να πεθάνω. Ας σηκωθώ λοιπόν πριν πεθάνω και ας κάμω προσευχή. Μ’ αυτόν λοιπόν τον λογισμό, βίαζε τον εαυτό του και έκανε την προσευχή. Και μόλις τελείωνε η προσευχή, τελείωνε και ο πυρετός. Και πάλι, μ’ αυτόν τον λογισμό, ο αδελφός αντιστάθηκε και έκαμε την προσευχή και νίκησε τον πονηρό».
(Είπε Γέρων,Το Γεροντικόν εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1996)
δ'. Ο ίδιος Αββάς Θεόφιλος έλεγε: «Τί φόβος και τρόμος και καταναγκασμός έχει να μας πιάση, όταν η ψυχή θα χωρίζεται από το σώμα! Γιατί θα έλθουν σ’ εμάς τότε οι ενάντιες δυνάμεις ολόκληρο πλήθος, οι άρχοντες του σκότους, οι κοσμοκράτορες του κακού, οι αρχές και οι εξουσίες, τα πνεύματα της αμαρτίας. Και θα κρατούν την ψυχή τιμωρητικά, παρουσιάζοντάς της όλα τα αμαρτήματα, όπου έκαμε με γνώση ή άγνοια, από τη νεότητά της έως την τωρινή της ηλικία, θα την κατηγορούν λοιπόν εκεί για όλα όσα έπραξε. Τί τρόμος λοιπόν θα κατέχη την ψυχή εκείνη την ώρα, ωσότου βγή η απόφαση και ελευθερωθή! Αυτή θα είναι η ώρα του καταναγκασμού της, ωσότου δη τί θα απογίνη. Αλλά και οι θείες δυνάμεις θα στέκωνται κατά πρόσωπο των εναντίων και θα παρουσιάζουν και αυτές τα καλά της έργα. Νοιώθει λοιπόν η ψυχή, στέκοντας καταμεσίς, τί φόβος και τρόμος τη συνέχει, ωσότου βγή η απόφαση της δίκης της από τον δίκαιο Κριτή. Και αν μεν είναι άξια, οι δαίμονες τιμωρούνται και η ίδια τους αρπάζεται. Και από τότε θα είναι αμέριμνη ή μάλλον θα κατοική έτσι σύμφωνα με το ρητό: ως ευφραινομένων πάντων η κατοικία εν σοι. Τότε, θα εκπληρώνεται το γραμμένο: απέδρα οδύνη, λύπη και στεναγμός. Τότε, απαλλαγμένη, θα πορεύεται σ’ εκείνη την ανεκλάλητη χαρά και δόξα, όπου θα εγκατασταθή. Αν όμως βρεθή ότι έζησε σε αμέλεια, ακούει τα φοβερότατα λόγια: αρθήτω ο ασεβής ίνα μη ίδη την δόξαν Κυρίου. Τότε, την πιάνει ξαφνικά μέρα οργής, μέρα θλίψεως και καταναγκασμού, μέρα σκότους και γνόφου. Παραδίδεται στο εξώτερο σκότος, καταδικάζεται στο αιώνιο πυρ και θα κολάζεται σε απεράντους αιώνες. Τότε, πού η καύχηση του κό1σμου; Πού η κενοδοξία; Πού η ευχαρίστηση; Πού η απόλαυση; Πού η φανταχτερή ζωή; Πού η ανάπαυση; Πού η υπερηφά νεια; Πού τα χρήματα; Πού η κοινωνική διάκριση; Πού ο πατέρας; Πού η μητέρα; Πού ο αδελφός; Ποιος θα μπόρεση να τη βγάλη, καθώς θα την καίη η φωτιά και θα βασανίζεται τόσο πικρά; Αφού λοιπόν έτσι έχουν τα πράγματα, πως θα έπρεπε να ζούμε; Με άγιες αναστροφές, με κάθε ευσέβεια. Τί αγάπη πρέπει να αποχτήσουμε! Τί συμπεριφορά και τί τρόπους ζωής! Τί δρόμο! Τί ζήλο! Τί προσευχή! Τί ασφάλεια! Αυτά περιμένοντας, - λέγει - ας φροντίσουμε να βρεθούμε άσπιλοι και αμώμητοι ενώπιον του Θεού, σε ειρήνη. Για να καταξιωθούμε να ακούσουμε τη φωνή του όπου θα μας λέγη: Δεύτε οι ευλογημένοι του Πατρός μου, κληρονομήσατε την ητοιμασμένην υμίν βασιλείαν από καταβολής κόσμου, εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν».
ε΄. Ο ίδιος Αββάς Θεόφιλος ο Αρχιεπίσκοπος, κατά τις τελευταίες του στιγμές, είπε: «Μακάριος είσαι, Αββά Αρσένιε, όπου πάντοτε αναθυμόσουν αυτή την ώρα».
(Είπε Γέρων,Το Γεροντικόν εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1996)
Ο Χριστός είναι μαζί μου, και ποιόν θα φοβηθώ; Είτε κύματα σηκώνονται εναντίον μου, είτε πελάγη, είτε θυμοί αρχόντων, όλα αυτά για μένα είναι πιο ασήμαντα από αράχνη. Και αν δεν ήταν για τη δική σας αγάπη, ούτε σήμερα θα δεχόμουν να φύγω. Γιατί πάντοτε λέγω, «Κύριε, ας γίνει το δικό σου θέλημα»· όχι ό,τι θέλει ο τάδε και ο τάδε, αλλ΄ ό,τι θέλεις εσύ. Αυτός μου είναι πύργος, αυτό μου είναι πέτρα ακίνητη, αυτό μου είναι ράβδος αμετάβλητη. Αν θέλει ο Θεός να γίνει αυτό, ας γίνει. Αν θέλει να είμαι εδώ, αισθάνομαι ευγνωμοσύνη. Όπου θέλει, τον ευχαριστώ.
Κανείς ας μη σας ανησυχεί. Να προσηλώνεστε στις προσευχές. Αυτά τα έκαμε ο διάβολος για να ξερριζώσει το ζήλο σας για τις λιτανείες. Όμως δεν προχωρεί σ’ αυτό, αλλά σας βρήκα πιο πρόθυμους και πιο θερμούς. Αύριο θα βγω μαζί σας για λιτανεία. Ή όπου είμαι εγώ, εκεί είστε και σεις· όπου εσείς, εκεί και εγώ· ένα σώμα είμαστε. Το σώμα δε χωρίζεται από το κεφάλι, ούτε το κεφάλι από το σώμα. Εμποδιζόμαστε από τον τόπο, αλλ΄ είμαστε ενωμένοι με την αγάπη. Ούτε ο θάνατος θα μπορέσει να μας διασπάσει. Γιατί, και αν ακόμη πεθάνει το σώμα μου, ζει η ψυχή μου και θυμάται το λαό. Εσείς είστε για μένα πατέρες. Πώς μπορώ να σας ξεχάσω; Εσείς για μένα πατέρες, εσείς για μένα ζωή, εσείς για μένα προκοπή. Αν εσείς προκόψετε, εγώ ευδοκιμώ. Επομένως για μένα η ζωή και ο πλούτος βρίσκονται μέσα στο δικό σας θησαυρό. Εγώ είμαι έτοιμος άπειρες φορές να σφαγώ για σας (και δεν κάνω καμιά χάρη, αλλά και οφειλή επιστρέφω, γιατί «ο ποιμένας ο καλός θυσιάζει τη ζωή του για τα πρόβατα»), και να σφαγώ άπειρες φορές και να αποκεφαλισθώ άπειρες φορές. Για μένα ο θάνατος αυτός είναι προϋπόθεση αθανασίας, για μένα οι επιβουλές αυτές είναι αφορμή ασφάλειας.
Μήπως λοιπόν για χρήματα με επιβουλεύονται, για να λυπηθώ; μήπως για σφάλματα, για να πονέσω; Για τον έρωτα που έχω για σας· επειδή τα πάντα κάνω, για να μείνετε σε ασφάλεια, για να μην εισχωρήσει κανείς στην ποίμνη, για να μείνει ακέραιο το ποίμνιο. Η υπόθεση των αγώνων αυτών μου αρκεί για στεφάνι. Γιατί τί θα πάθαινα για σας; Εσείς για μένα είστε συμπολίτες, εσείς για μένα πατέρες, εσείς για μένα αδελφοί, εσείς για μένα τέκνα, εσείς για μένα μέλη, εσείς για μένα σώμα, εσείς για μένα φώς, ή καλύτερα και από το φώς αυτό πιο αγαπητοί. Γιατί τί τόσο μεγάλο μου χαρίζει η ακτίνα του ήλιου όσο η δική σας αγάπη; Η ακτίνα με ωφελεί στην παρούσα ζωή, η δική σας όμως αγάπη μου πλέκει στεφάνι για τη μέλλουσα ζωή. Και αυτά τα λέγω σε αυτιά ανθρώπων που ακούν· και τί είναι πιο πρόθυμο ν’ ακούσει από τα δικά σας αυτιά; Τόσες ημέρες μείνατε άγρυπνοι, και τίποτε δε σας λύγισε, ούτε το μάκρος του χρόνου σας έκαμε πιο μαλακούς, ούτε οι φόβοι, ούτε οι απειλές· σ’ αυτά γίνατε γενναίοι. Και τί λέγω, γίνατε; Αυτό που πάντοτε επιθυμούσα, περιφρονήσατε τα βιοτικά πράγματα, αρνηθήκατε τη γη, μεταφερθήκατε στον ουρανό· απαλλαχθήκατε από τα δεσμά του σώματος, αγωνίζεστε για τη μακάρια εκείνη φιλοσοφία. Αυτά είναι για μένα στεφάνια, αυτά παρηγοριά, αυτά ενθάρρυνση, αυτά είναι για μένα παρόρμηση, αυτά ζωή, αυτά προϋπόθεση αθανασίας.
(ΕΠΕ 33,391-393)
Ο διάλογος του Κυρίου με τη Σαμαρείτιδα στο κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο (δ,1-38) είναι γεμάτος από πνευματικές αλήθειες υψίστου ενδιαφέροντος! Ωστόσο, πέρα απ’ αυτές, όταν είχα πρωτοδιαβάσει το κείμενο αυτό είχα σταθεί σε ένα σημείο που φαίνεται δευτερεύον. Στο στίχο 6 λέει πως ο Ιησούς έκατσε εκεί, κοντά στο πηγάδι, « κεκοπιακώς εκ της οδοιπορίας», επειδή είχε κουραστεί από την οδοιπορία! Αυτό το θαύμασα! Έκατσα αρκετή ώρα να σκέπτομαι το Χριστό μας κουρασμένο, μέσα στον ήλιο που Αυτός δημιούργησε, ευάλωτο και είπα ‘ πόσο μου αρέσει που έχω τέτοιο Θεό!’ Όσο πιο πολύ βιώνω το μεγαλείο της θεότητας Του, τόσο πιο πολύ αγαπώ και θαυμάζω τις ανθρώπινες στιγμές Του! Όπως τότε που δάκρυσε για το Λάζαρο και τους συγγενείς του, παρόλο που γνώριζε πως ύστερα από λίγο θα τον αναστήσει, όπως τότε στον κήπο της Γεσθημανής που παρακάλεσε τον Πατέρα Του να μην πιεί το ποτήρι του θανάτου, όταν δίψασε πάνω στο Σταυρό και πολλές άλλες.
Αναρωτιέμαι πώς γίνεται οι άνθρωποι να έχουν καρδιά και να μην αγαπήσουν αυτό το πρόσωπο ακόμα κι αν δεν έχουν ορθή πίστη. Πώς γίνεται να μην τους ελκύσει ο Ιησούς; Νομίζω ακόμα κι αν δεν έχουμε καθόλου πνευματικότητα, δε γνωρίζουμε τίποτα από θεολογία, αλλά είμαστε καθαροί και καλοπροαίρετοι, τότε θα αγαπήσουμε με όλη μας την καρδιά τον Ιησού. Τέτοιοι άνθρωποι ήταν οι Απόστολοι, ‘ τα μωρά του κόσμου’ όπως λέει ο Απόστολος Παύλος (α΄ Κορ.1,27), οι Μυροφόρες και η Μαρία, η αδελφή του Λαζάρου που καθόταν στα πόδια του Χριστού και Τον άκουγε. Σ’ αυτούς ο Κύριος αποκάλυψε τον εαυτό Του, σ’ αυτούς που η αγάπη τους στο πρόσωπο Του, στην ανθρώπινη φύση Του, τους έκανε δεκτικούς της Θείας Χάρης Του και το Άγιο Πνεύμα τούς έκανε να καταλάβουν τη Θεότητα Του από πρώτο χέρι! Η θεολογία είναι η επιστήμη των επιστημών, αλλά η απλότητα και η αγάπη είναι οι κορυφές της θεολογίας και της θεογνωσίας.
Οι Φαρισαίοι, όπως και ο διάβολος άλλωστε, ήξεραν τις Γραφές απ’έξω κι ανακατωτά, όμως ήταν πωρωμένοι στην καρδιά και δεν κατάλαβαν ότι Αυτός που σταυρώσανε δεν ήταν ο γιος του μαραγκού, αλλά ο Υιός του Θεού! Και ό,τι κι αν τους έλεγε ο Χριστός δεν καταλάβαιναν. Ακόμα και ο κενός Τάφος δεν τους έπεισε! Πλήρωσαν τους φρουρούς να πουν ψέματα ότι τους πήρε ο ύπνος. Τέτοια αναλγησία! Ενώ ο Χριστός φανέρωσε σταδιακά τον εαυτό Του στους απλούς μαθητές Του, στη Σαμαρείτιδα, στις Μυροφόρες, στο Ληστή και σε τόσους άλλους απλούς και καθημερινούς ανθρώπους! Αυτό που με στενοχωρεί είναι ότι υπάρχουν μέσα στους κόλπους της Εκκλησίας πιστοί ‘μεγάλης πνευματικότητας’, ‘διαβασμένοι’, ‘ψαγμένοι’, ‘φτασμένοι’ που όμως δεν συγκαταβαίνουν στις ανθρώπινες αδυναμίες των αδελφών. Έχουν μια ελιτίστικη συμπεριφορά, πιστεύουν ότι για το Χριστό μπορούν να μιλούν μόνο οι θεολόγοι, κρίνουν αδιάκριτα και ειρωνεύονται απλούς, αφανείς , αγωνιζόμενους αδελφούς, ακόμα και τους πνευματικούς πατέρες, για τους οποίους ο Χριστός κουράστηκε, δάκρυσε και έχυσε το Αίμα Του, αγαπώντας τους τόσο πολύ! Όπως λέει και ο Ιωάννης εκείνος που δεν αγαπά τον αδελφό του που τον έχει μπροστά του, πώς γίνεται να αγαπά το Θεό που δεν Τον έχει δει ποτέ; ( α΄Ιω.4,20)(Κ.Δ.Κ)